13 Αυγ 2011

Το γυμνόφιλον και ανέραστον

Από καλοκαίρι σε καλοκαίρι η γυμνόφιλη μονοτροπία στην αμφίεση κερδίζει με άλματα τόσο την καθολίκευση της επιβολής της όσο και την επίταση της τόλμης των ευρημάτων της. Είναι πια γνώρισμα χαρακτηριστικό του πολιτισμού μας, του κοινού τρόπου του βίου σήμερα.

Ετσι, και η κατάφαση της γυμνότητας δεν είναι πρωτίστως ατομική επιλογή, συνειδητή στάση ή κατάκτηση, είναι επιβεβλημένη προσαρμογή στο πρότυπο που δημιουργούν και επιβάλλουν τα συμφέροντα της αγοράς. Η «μόδα» εξουδετερώνει ατομικές αισθητικές προτιμήσεις, τοπικές παραδοσιακές ιδιαιτερότητες. Ισοπεδώνει τα γούστα, υποχρεώνει άτεγκτα σε ομοτροπία. Κάποιες υπέρτατες αυθεντίες αποφασίζουν, ερήμην των πειθήνιων καταναλωτών, τι «θα φορεθεί» αυτό το καλοκαίρι και τι τον επόμενο χειμώνα στις όπου γης «αναπτυγμένες» (με τις προδιαγραφές της Νεωτερικότητας) κοινωνίες.

Και οι ντρεσαρισμένες μάζες σπεύδουν, κολακευμένες για την «εκσυγχρονιστική» υποταγή τους, να συμμορφωθούν με τον φετφά, άβουλα, άκριτα, μιμητικά। Ο φετφάς συχνά ορίζει κωμικά επινοήματα: παπούτσια μυτερά και μακριά, όπως των κλόουν, ή φούστες τόσο κοντές, που κυριολεκτικά πομπεύουν τις ευτραφείς και βραχύσωμες. Αλλά η απειθαρχία στη μόδα είναι αδιανόητη. Ο ανθρωπολογικός τύπος της Νεωτερικότητας αμφισβητεί αρχές και εξουσίες, αρνείται τον έλεγχο ή τον προκαθορισμό των επιλογών του, επαναστατεί ενάντια σε αυθεντίες και δόγματα, μάχεται να υπερασπίσει τα δικαιώματά του, την αυτονομία του. Ομως αποδείχνεται απίστευτα εθελόδουλος όταν πρόκειται για τα προστάγματα της «μόδας».

Η κατάφαση της γυμνότητας του ανθρώπινου κορμιού στην Αρχαία Ελλάδα ήταν γεγονός άλλης τάξεως, ριζικά διαφορετικό από τη φυσιοκρατική γυμνοφιλία στη Νεωτερικότητα.Την αθανασία στόχευε η γυμνότητα των αρχαιοελληνικών αγαλμάτων – όχι τη διέγερση των ενστικτωδών σεξουαλικών ενορμήσεων προς όφελος της εμπορίας προϊόντων।

Το να επιδείχνει στους πάντες μια γυναίκα τα ποσοτικά της χαρίσματα μετρητής ομορφιάς («λεπτή» μέση, «πλούσιο» στήθος, «ατέλειωτα» πόδια, «πληθωρικές» καμπύλες) δηλώνει ότι εκλιπαρεί (συνειδητά ή ανεπίγνωστα) να την μεταχειριστούν σαν απρόσωπο σκεύος ηδονής, όχι να την ερωτευθούν।

Μάταιος λόγος। Ο οδοστρωτήρας της μόδας ισοπεδώνει αδήριτα κάθε νεύση ερωτική, έχει ρεαλιστικά συγκροτήσει έναν ανέραστο κόσμο που εκλιπαρεί ταπεινωτικά φευγαλέα ηδονή.

Αποσπάσματα από άρθρο τού Χρήστου Γιανναρά