18 Φεβ 2019

Οι Πρέσπες, η κρίση του εθνομηδενισμού και η υπέρβαση της μεταπολίτευσης

Γιώργος Καραμπελιάς
Η μεταπολιτευτική περίοδος οδηγήθηκε στο τέλος της με την εποχή των Μνημονίων και την άνοδο της εθνομηδενιστικής Αριστεράς στην εξουσία. Η βεβαιωμένη αποσύνθεση του μεταπολιτευτικού συστήματος καταδεικνύεται χωρίς καμία αμφιβολία από την αποκαλυψιακή κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ μετά το 2010 –της πολιτικής δύναμης που έδωσε τον τόνο και τη μορφή της μεταπολίτευσης– την εμφάνιση πολλών νέων κομμάτων, κυρίως δε, μέσα από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής ως κομβικών μορφωμάτων αυτής της εποχής του τέλους.
Ο κλασικός μεταπολιτευτικός διπολισμός, έλαβε τέλος, παράλληλα, και ως συνέπεια της κατάρρευσης του παρασιτικού καταναλωτικού μοντέλου. Και όμως ο επιθανάτιος ρόγχος και η παρακμή του παλαιού πολιτικού συστήματος δεν σηματοδοτούσε παρά το αργόσυρτο τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου, το οποίο επί δέκα χρόνια δεν μπόρεσε να παραγάγει μια θετική πρόταση με πλειοψηφικά χαρακτηριστικά.
Όσο για το κίνημα των Αγανακτισμένων κατέστη αδύνατο να εκφράσει μια εναλλακτική πρόταση και ένα όραμα για τη χώρα, όντας εγκλωβισμένο στον οικονομισμό και την επιδίωξη μιας ανέφικτης αναδιανομής στο πλαίσιο ενός χρεωκοπημένου παρασιτικού μοντέλου. Αντίθετα, εκεί που είναι δυνατό, έστω και με μεγάλη δυσκολία, να αναδειχθεί μια θετική εναλλακτική πρόταση απέναντι στη περιρρέουσα παρακμή, είναι μόνο στο πεδίο όπου η ελληνική κοινωνία διαθέτει ακόμα κάποιες δυνατότητες απάντησης.
Αυτό είναι το πεδίο που αποτελεί το βαθύτερο υπόστρωμα του ελληνισμού: ο πολιτισμός, η γλώσσα, η ιστορία, η ίδια η εθνική ταυτότητα. Καθόλου τυχαία εξάλλου, τα προηγούμενα χρόνια, οι μόνοι αξιόλογοι και νικηφόροι αγώνες που διεξήχθησαν στο ιδεολογικό πεδίο αφορούσαν ζητήματα όπως το βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού της κυρίας Ρεπούση, το Ζάλογγο, την υπεράσπιση της διαχρονίας του Ελληνισμού, την κινητοποίηση ενάντια στο σχέδιο Ανάν κ.λπ.

Πρέσπες και εθνική συνείδηση

Στην εθνική συνείδηση και ταυτότητα βρίσκεται το τελευταίο ανάχωμα ενός παρηκμασμένου ελληνικού έθνους-κράτους. Γι’ αυτό, ακριβώς εκεί δόθηκε η πρώτη μεγάλη σύγκρουση. Γύρω από το ζήτημα των Σκοπίων εξ αιτίας της πρόθεσης του μεγαλύτερου μέρους των ελίτ και προπαντός της κυβέρνησης, να εκχωρήσουν την ιστορική πολιτισμική κληρονομιά της Μακεδονίας, συσπειρώθηκε η πλειοψηφία του ελληνικού λαού και οι Μακεδόνες σχεδόν στο σύνολό τους.
Αυτή η κινητοποίηση αποτελεί πιθανότατα την απαρχή της επί τόσα χρόνια αναμενόμενης θετικής πρότασης. Διαπίστωση που επιβεβαιώνεται από πάρα πολλές παραμέτρους. Αρχικώς και κυρίως, το γεγονός ότι η αντίδραση ξεκίνησε από δυνάμεις εκτός του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, δηλαδή από τις ενώσεις των αποδήμων Μακεδόνων που συμπαρέσυραν και τους εγχώριους πολιτιστικούς μακεδονικούς συλλόγους.
Μαζί τους συμπαρατάχθηκαν σκόρπιες δυνάμεις ορισμένων ιεραρχών και ελάχιστων πολιτικών ακτιβιστών. Το αποτέλεσμα είναι αυτό το κίνημα να εμφανίζεται με ένα τεράστιο σώμα και εξαιρετικά αδύνατα οργανωτικά ποδάρια και κεφαλή, όπως ακριβώς συμβαίνει με άλλα μεγάλα κινήματα της εποχής μας (π.χ. τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία).
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κίνημα αυτό δεν οργανώθηκε από κανέναν, αλλά υποχρέωσε κάποιους να τεθούν επικεφαλής του! Με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό στην άρθρωση ενός συνεκτικού πολιτικού λόγου, στην οργανωτικότητα του κινήματος κ.λπ. Και όμως, αυτό το κίνημα όχι μόνο δεν κάμφθηκε μέσα σε μια πορεία που διήρκεσε πάνω από ένα χρόνο τουλάχιστον, αλλά άρχισε να παραγάγει και σημαντικότατα ιδεολογικά και πολιτικά αποτελέσματα: Καταρχάς ανέδειξε ένα μεγάλο πλήθος πολιτικά ενεργών και πατριωτικά προσανατολισμένων πολιτών, κατεξοχήν στον χώρο της νεολαίας.

Ιδεολογικά πολυδιασπασμένο κίνημα

Έφερε σε επαφή δυνάμεις με πολύ διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες γύρω από το κοινό αίτημα της υπεράσπισης της Μακεδονίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Μέσα από αυτές τις κινητοποιήσεις ανεδείχθησαν χιλιάδες «στελέχη» αυτού του πατριωτικού αγώνα όπως είχε συμβεί στη πρώτη φάση του κινήματος των Αγανακτισμένων, αλλά με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και προοπτικές.
Διότι το κίνημα εκείνο ήταν ιδεολογικά πολυδιασπασμένο ανάμεσα σε δραχμιστές, ευρωπαϊστές, κομμουνιστογενείς και αναρίθμητες άλλες κατηγορίες. Προπαντός περιλάμβανε ανθρώπους κινητοποιημένους γύρω από στόχους ανέφικτους – δεδομένης της παρασιτικής υπόστασης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, εν τέλει, να το καρπωθούν επιτήδειοι πολιτικάντες. Ο ανεδαφικός χαρακτήρας του κινήματος θα καταδειχθεί και από το ότι κατέληξε σε απολύτως καταστροφικά αποτελέσματα, αφού οδήγησε στην εξουσία δυνάμεις όπως οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Γι’ αυτό εξάλλου και η μεγάλη σιγή που ακολούθησε το 2015.
Αντίθετα, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της Μακεδονίας, υπήρχαν ξεκάθαροι και ενιαίοι στόχοι: δηλαδή η αποτροπή της κύρωσης μιας επαίσχυντης συμφωνίας και της παράδοσης της μακεδονικής ελληνικής ταυτότητας στους κατοίκους των Σκοπίων. Γύρω από αυτό το αίτημα μπορεί να υπήρχαν διαφορές ως προς τις μεθόδους, όμως το αίτημα αλλά και τα κύρια προτάγματα ήταν κοινά: Άρνηση της κύρωσης, δημοψήφισμα για να αποφανθεί ο ελληνικός λαός, σύνδεση του Μακεδονικού με τα υπόλοιπα εθνικά θέματα (δηλαδή συνολική επανεθνικοποίηση του φαντασιακού του ελληνικού λαού), αναβάθμιση της γλώσσας, του πολιτισμού και της ιστορίας, εμμονή στην ελληνική διαχρονία κ.λπ.
Δηλαδή, με αφετηρία το Μακεδονικό, άρχισε να διαμορφώνεται μία συνεκτική και ολοκληρωμένη αντίληψη που φτάνει μέχρι το δημογραφικό, το μεταναστευτικό και άλλα. Διαμορφώνεται έτσι μία ενιαία, καθολική και πλειοψηφική ατζέντα. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση. Γι’ αυτό και πιστεύουμε ότι αποτελεί την απαρχή της υπέρβασης της μεταπολίτευσης. Όχι πλέον ως προς την αρνητική της διάσταση (δηλαδή την κατάρρευση των ιδεολογημάτων και των πολιτικών της φορέων), αλλά ως θετικό πρόταγμα για την επόμενη ιστορική περίοδο.

Ο σημαντικότερος δείκτης

Ο σημαντικότερος δείκτης αυτής της αλλαγής υπήρξε το γεγονός πως στις κινητοποιήσεις συμμετείχαν, μάλλον πλειοψηφικά, οι νεότερες γενιές και οι μαθητές. Αυτό, σε αντίθεση με το κίνημα των Αγανακτισμένων, που υπήρξε ένα κίνημα των μεσαίων ηλικιών, οι οποίες είχαν πληγεί από τη σφοδρότητα της οικονομικής κρίσης.
Ένα δεύτερον είναι ότι η επίδραση του κινήματος αγκαλιάζει και τα συστημικά πολιτικά κόμματα και τα υποχρεώνει να τοποθετηθούν με βάση τα προτάγματά του. Στο χώρο της Κεντροδεξιάς, υποχρέωσε μία πολιτική ηγεσία, η οποία υποτιμούσε τα εθνικά θέματα, να επικεντρωθεί σχεδόν επί ένα χρόνο στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, και να έρθει σε σύγκρουση, έστω εν μέρει, με τους υπερατλαντικούς και ευρωπαϊκούς πάτρωνές της.
Ακόμα πιο χαρακτηριστικές υπήρξαν οι εξελίξεις στη Κεντροαριστερά που από την εποχή του 1996 είχε αποτελέσει, μέσω του σημιτικού εκσυγχρονισμού, τον μεγάλο υποδοχέα των εθνομηδενιστικών αντιλήψεων (βλέπε σχέδιο Ανάν, ενδοτικότητα έναντι Τούρκων, αλλαγή των βιβλίων της Ιστορίας κ.λπ.). Το Μακεδονικό ανατίναξε όλο το εγχείρημα, οδηγώντας στην αποχώρηση του Θεοδωράκη από το ΚΙΝΑΛ, και τη διάλυση του κόμματός του, στη διαγραφή του Θεοχαρόπουλου και στην εναντίωση της Γεννηματά με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Οι εξελίξεις έσπρωξαν ένα σημιτικό κόμμα να υιοθετεί τη φρασεολογία του παλαιού πατριωτικού ΠΑΣΟΚ!

Η κρίση του εθνομηδενισμού

Αλλά και στον χώρο της Αριστεράς παρατηρούνται ανάλογες εξελίξεις. Το ΚΚΕ, για πρώτη φορά στην ιστορία του, υποχρεώνεται να καταδικάσει τον «αλυτρωτισμό» των Σκοπίων. Όλα αυτά καταδεικνύουν πως ένα ολοένα αυξανόμενο τμήμα του πολιτικού και μιντιακού συστήματος πιέζεται από το λαϊκό σώμα να εγκαταλείψει τον κυρίαρχο εθνομηδενισμό της ύστερης μεταπολίτευσης.
Ταυτόχρονα, εξαφανίζοντας ουσιαστικώς τις ενδιάμεσες εθνομηδενιστικές δυνάμεις (Θεοδωράκης, Θεοχαρόπουλος κ.λπ.), όλο το εθνομηδενιστικό δυναμικό συγκεντρώνεται γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, λαμβάνει τέλος στην ουσία και η ευρύτερη ιδεολογική του απήχηση, γεγονός που κατεφάνη εμβληματικά στην αδυναμία του να συγκεντρώσει υπογραφές καλλιτεχνών υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Επιπλέον, χαρακτηριστικό είναι, πως ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκει πλέον υποστηρικτές σε εφημερίδες και δημοσιογράφους αμφίβολης αξιοπιστίας και όχι βέβαια σε μορφές της Αριστεράς όπως ο Μίκης Θεοδωράκης. Οδηγείται στο τέλος της η σαραντάχρονη, τουλάχιστον, ηγεμονία της «αντιεθνικιστικής» και εθνομηδενιστικής εν συνέχεια Αριστεράς. Πρόκειται για άσφαλτες και αδιαμφισβήτητες ενδείξεις του γεγονότος πως έχει αρχίσει η μεγάλη πορεία προς την επανεθνικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας – μόνη ελπίδα για μία πιθανή πατριωτική ανάκαμψη του Ελληνισμού. Οι χιλιάδες των μαθητών που ξεχύθηκαν στους δρόμους με τις ελληνικές σημαίες αποτελούν την απόδειξη και την ελπίδα πως αυτή η μάχη μπορεί να κερδηθεί.