30 Ιουλ 2017

Κύπρος: Δεν μπορούμε να βασιστούμε στους Έλληνες ότι θα δράσουν υπέρ των συμφερόντων τους.

Δεν μπορούμε να βασιστούμε στους Έλληνες ότι θα δράσουν υπέρ των συμφερόντων τους.
(“We can’t count on the Greeks to act in their own best interests.”)
Φίλιπς Τάλμποτ, Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και πρέσβης στην Αθήνα από το 1965 έως το 1969.
Τίτλος: Εγκώμιο στην παρακμή των Ελλήνων του πνεύματος  3
© Άντης Ροδίτης
Τ.Θ. 20651, 1661 Λευκωσία.
Ηλεκτρονική διεύθυνση: a.r@eleftherianews.net
ISBN 978-9963-9631-4-0    
                             Πώς δεν έγινε η Ένωσις το 1964   
Την περίοδο από το Ιούνιο του 1964 ως τον Δεκέμβριο του 1967, ολόκληρη η Κύπρος συνδεόταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με την Ελλάδα. Στην ουσία το νησί μας ήταν ντε φάκτο ενωμένο με την Ελλάδα. Ελεγχόταν από τον ελληνικό στρατό και την Εθνική Φρουρά από τη μια άκρη ως την άλλη, μ’ εξαίρεση κάποιους τ/κυπριακούς θύλακες, που ήταν όμως σχετικά εύκολο ζήτημα η εξουδετέρωσή τους σε περίπτωση ανάγκης. Νοουμένου δε, ότι όλες οι άμεσα εμπλεκόμενες χώρες ανήκαν στην ίδια συμμαχία, το ΝΑΤΟ, νοουμένου ότι η λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ήταν μόλις είκοσι χρόνια πίσω και η συμβολή της Ελλάδος στη νίκη εναντίον του Άξονα ήταν ακόμα πασίγνωστη στη Δύση, όπως και η αρνητική στάση της Τουρκίας, κι ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την Ένωση ήταν όχι μόνο πολύ γνωστός και είχε στηριχθεί   συναισθηματικά από πολλές χώρες, ομάδες, κόμματα, απελευθερωτικά κινήματα του εξωτερικού, διανοούμενους κ.α., τίθεται το ερώτημα πώς έγινε ώστε η διπλωματία μας να μην είχε καταφέρει να πείσει τους Δυτικούς ότι το συμφέρον όλων θα εξυπηρετείτο απόλυτα με την απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα, όταν η Ένωση συζητιόταν επίσημα πια στη Γενεύη με αμερικανική πρωτοβουλία. Πώς τα είχαμε καταφέρει ώστε η τότε ντε φάκτο Ένωση να μην ακολουθήσει τη φυσιολογική της πορεία και να μετατραπεί και σε ντε γιούρε; Πώς τα καταφέραμε δέκα χρόνια μετά να χαθεί το μέγα πλεονέκτημα και  ν’ αποδοθεί η μισή σχεδόν Κύπρος στην Τουρκία, με απρόβλεπτους κινδύνους πια για ολόκληρο το νησί;
Είναι δύσκολο να μην κάνει κάποιος τις ακόλουθες σκέψεις και να μην θέτει αυτά τα ερωτήματα:
Αν πραγματοποιείτο η Ένωση θα είχαμε τον εθνικό διχασμό  Μακαριακοί – Γριβικοί, θα είχαμε την άνοδο της Χούντας στην Ελλάδα, θα είχαμε την εντελώς λάθος κίνηση του Διγενή να δημιουργήσει την ΕΟΚΑ Β΄, τον άτυπο, εμφύλιο πόλεμο στην Κύπρο; Θα είχαμε το μίσος ανάμεσα στις ελληνικές κυβερνήσεις από τη μια, νόμιμες και παράνομες, δημοκρατικές και δικτατορικές και από την άλλη τον Μακάριο και τους υποστηρικτές του, και κατ’ ακολουθία θα είχαμε το μίσος ανάμεσα στον ελληνικό στρατό και τον Μακάριο, που θα κατέληγε στο πραξικόπημα του Ιωαννίδη το ’74, το οποίο έδωσε την αφορμή στην Τουρκία να εισβάλει με τους τόσους θανάτους, τους βιασμούς, τους εκτοπισμούς από τις προγονικές εστίες, τους εποικισμούς με μουσουλμάνους της Ασίας; Θα είχαμε σήμερα τον κίνδυνο που επικρέμεται, δαμόκλειος σπάθη, πάνω από όλη την Κύπρο; Και ακόμα τίθεται το δραματικό ερώτημα, αν γινόταν η Ένωση, θα ήταν σήμερα η Τουρκία η υπερδύναμη που έγινε και απειλεί καθημερινά το Αιγαίο; Και δεν θα ήταν η Ελλάς μια πολύ ισχυρότερη χώρα από ό,τι είναι σήμερα, αφού θα είχε πια τη δυνατότητα επέκτασης των χωρικών της υδάτων και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της, ώστε να μη φτάναμε ποτέ, όλοι, στην παρούσα οικονομική κρίση;
Το χειρότερο από όλα είναι ότι παραμένει ακόμα κοινωνιολογικά αδιερεύνητο το ερώτημα αν η σημερινή ελλαδική παρακμή, όπως και η επακόλουθη κυπριακή, πνευματική και οικονομική, όσο ελαφρά διαφοροποιημένη κι αν είναι η μια από την άλλη, είχαν και οι δύο ως κύριο γενεσιουργό αίτιό τους την εθνική ντροπή της αποχώρηση της Μεραρχίας από την Κύπρο το 1967. Τι είδους «πολίτες» βγαίνουν από έναν στρατό που έχοντας αναλάβει μια  εκστρατεία απελευθέρωσης δουλομένων από αιώνες αδελφών, βάζει τελικά την ουρά στα σκέλια   και   εγκαταλείπει;   Ασχέτως  αιτίων  και  ενόχων,  που
έλαβαν ή προετοίμασαν τέτοιες αποφάσεις, αυτοί οι πρώην έτοιμοι, πιστοί και αποφασισμένοι στρατιώτες -όπως βεβαιώνουν οι μαρτυρίες- πόσο αναμενόμενο ήταν να καταλήξουν σε ανεύθυνους τομαριστές «πολίτες», φυγόστρατους, φοροφυγάδες ζεμανφουτιστές στην πλειονότητά τους; Δεν θα ήταν δικαιολογημένοι να μην έχουν πια πίστη στην ηγεσία του έθνους και του κράτους τους, που τους πρόδωσε, τη στιγμή μάλιστα που όλα τα ΜΜΕ της μετέπειτα και μέχρι σήμερα εποχής, λαϊκίζοντας ως επί το πλείστον, τελούν υπό την ασφυκτική πίεση της υποδούλωσης του έθνους στους ξένους, με αποτέλεσμα να δίνουν μηδαμινή προσοχή στην ανίχνευση των αιτίων μιας τέτοιας  πνευματικής υποδούλωσης; Αντίθετα, μάλιστα, αντί ν’ αναζητούν τρόπους και μεθόδους επαναξιολόγησης, επιστράτευσης και προβολής των παραδόσεων και των αρετών του έθνους, τα ΜΜΕ γίνονται οι κύριοι μεταπράτες και εισαγωγείς όλων εκείνων των τρόπων που καταστρατηγούν ως άχρηστες και ξεπερασμένες αυτές τις παραδόσεις και τις αρετές του έθνους.
Από την άλλη, πώς αλλιώς παρά το λιγότερο ως «διαβρωτική», μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την επίδραση που είχε πάνω στους Κυπρίους η εγκατάλειψή τους από τη Μεραρχία, δηλαδή από την ίδια την Ελλάδα, στην οποία ολόψυχα και αγνά, μέχρι θανάτου ή ελευθερίας πίστεψαν; Η αποχώρηση της Μεραρχίας δικαίωνε απόλυτα τους άπιστους, τους αμφισβητίες, τους εχθρούς του οράματος της Ενώσεως, και πετούσε στον Καιάδα ως αφελείς και άχρηστους τους πιστούς πατριώτες. Αργότερα, με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας, αυτούς τους τελευταίους θα τους έλεγαν και «προδότες», επειδή το ήθος και η εντιμότητά τους δεν τους επέτρεπαν να εγκαταλείψουν το όραμα της Ενώσεως, την ίδια την ταυτότητά τους,.
Το ερώτημα αναδύεται τεράστιο και εφιαλτικό: Είναι δυνατόν για όλην αυτή την κατρακύλα να υπήρξε Ένας και μόνον ένοχος, ο οποίος μάλιστα ως απόδειξη της πλήρους και γενικής παρακμής να θεωρείται ακόμα από μεγάλες μάζες λαού ως μέγας ήρως της Αντίστασης κατά της «ξένης συνωμοσίας»; Αλλά, ποιας «αντίστασης» και ποιας «ξένης συνωμοσίας»;   Πώς   είναι   δυνατόν  ένας  ώριμος  λαός  και   μια ώριμη ηγεσία, αρκούντως παιδευμένοι στην τραγική περιπέτεια του ανθρώπου επί της γης, να μην καταλαβαίνουν ότι το κάθε έθνος, η κάθε ομόγλωσση και ομόθρησκη ανθρώπινη, οργανωμένη ομάδα, αισθάνεται έναν υπαρκτό και άμεσο κίνδυνο επιβίωσης και γι’ αυτό φροντίζει να υπηρετεί όσο μπορεί πιο αποτελεσματικά τον στόχο τής εν ευημερία επιβίωσής της; Πώς είναι δυνατόν ένα έθνος να εξαντλείται κυριολεκτικά σε υποκριτικές φωνασκίες περί ανήθικων «συνωμοσιών» των άλλων εθνών εις βάρος του, τα οποία δεν κάνουν άλλο παρά να επιδιώκουν τη διασφάλιση των δικών τους όρων επιβίωσης, όπως καλύτερα τους  αντιλαμβάνονται; Μια τέτοια αντίληψη του περιβάλλοντος κόσμου δεν αποτελεί παρά την ύστατη απόδειξη της αδυναμίας αυτής της ομάδας, αυτού του έθνους να επιβιώσει υπό τις παρούσες συνθήκες επί της γης.
Για τους Έλληνες η εκτροπή, υπό τη μορφή της αναζήτησης «ήθους» στους άλλους, που έθεσε σε δεύτερη, αν όχι σε ανύπαρκτη θέση την προσωπική υποχρέωση του Έλληνα πολίτη απέναντι στην πατρίδα του, φαίνεται να ευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη μυθολογία των «υποχρεώσεων», ειδικά των Δυτικών, απέναντι στην αρχαία Ελλάδα, την οποία μόνο οι νεοέλληνες θεωρούν ως πρόγονό τους, ενώ οι Δυτικοί δύσκολα  αποδέχονται μια τέτοια πραγματικότητα, κι έχουν κάθε ευχέρεια και δικαιολογία να μην την αποδέχονται. Το γεγονός ότι ούτε οι ίδιοι ούτε οι Νεοέλληνες έχουν πολλή σχέση με την κλασσική Ελλάδα, δεν διαφοροποιεί την παρούσα κατάσταση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των παρερμηνειών και των εκτροπών, αλλά και της εκμετάλλευσης, για σκοπούς ψηφοθηρίας, εκ μέρους πλείστων ελληνικών ηγεσιών των συναισθημάτων του λαού, πρέπει ν’ αναζητηθούν οι διαλυτικές του ζόφου και καθοδηγητικές για το μέλλον απαντήσεις. Έχοντας οι πρόγονοι των Ελλήνων κερδίσει με πολύ αίμα και πολύ μόχθο ένα ύψιστο επίπεδο πολιτικής ευθύνης και πνευματικής καλλιέργειας στη διάρκεια της κλασσικής εποχής, ξέπεσαν στα χέρια άξεστων εισβολέων εξουσιαστών, οι οποίοι αφού έδειξαν αρχικά να ηττώνται πνευματικά, μετατράπηκαν στη συνέχεια σε παντός είδους αντιπάλους. Ένα αποτέλεσμα ήταν να δημιουργήσει ο ελληνικός λαός για τον εαυτό του μια ισχυρότατη παράδοση «αντιδυτικισμού», στο πλαίσιο του οποίου θα πρέπει, ίσως, ν’ αναζητηθεί η απάντηση και στην αποτυχία του πολιτικού και θρησκευτικού ηγέτη Μακάριου Γ΄ και του λαού του -που τυφλά τον ακολούθησε- να εννοήσει και ν’ αξιοποιήσει τη στιγμή που του δόθηκε, την ευκαιρία να ενώσει την Κύπρο με την Ελλάδα, υπέρ μιας μεγαλύτερης Ελλάδας, δηλαδή υπέρ μιας καλύτερης ευκαιρίας όλων των Ελλήνων για επιβίωση σε συνθήκες αντίστοιχες με τις παρούσες των άλλων ευρωπαϊκών εθνών.
Το γεγονός ότι υπάρχει μαρτυρία, που ναι μεν δεν αποδεικνύεται επειδή η αμερικανική πλευρά φρόντισε την δια παντός πλήρη εξαφάνισή της, ότι ο πρώην υπ. Εξ. των ΗΠΑ, Ντην Άτσεσον, ήταν στη μισθωμένη υπηρεσία των ελληνικών συμφερόντων όταν κλήθηκε να επιτύχει «λύση» στην ελληνοτουρκική διένεξη, άλλως «κυπριακό  πρόβλημα», το γεγονός, λοιπόν, ότι δεν αποδεικνύεται αυτή η μαρτυρία (Κουράγιο Πηνελόπη, Αρμός 2013, αναφορές στην εταιρία Covington & Burling LLP και  Ioannides Demetriou LLC), δεν αλλάζει καθόλου τα δεδομένα: Η ευκαιρία για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, χωρίς εδαφικές παραχωρήσεις στην Τουρκία, δόθηκε, κατ’ ακρίβεια αφέθηκε στη διάθεση των Ελλήνων αν ήθελαν και αν μπορούσαν να την αξιοποιήσουν. Ο μεν αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν ήθελε, ο δε πρωθυπουργός Παπανδρέου δεν μπορούσε, έχοντας τα χέρια δεμένα από τον ίδιο τον Μακάριο: Μια πανάρχαια ιστορία ανικανότητας των Ελλήνων να συνεννοηθούν μεταξύ τους υπέρ του κοινού συμφέροντος.
Ένας Αμερικανός αξιωματούχος, ο Φίλιπς Τάλμποτ, βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ τις κρίσιμες εκείνες μέρες του Αυγούστου 1964 (πρέσβης αργότερα, 1965-1969, των ΗΠΑ στην Ελλάδα), το είπε με δικά του λόγια, έστω κι αν πολύ πιθανόν να είχε άλλα στο νου του τη δεδομένη στιγμή: «Δεν μπορούμε να βασιστούμε στους Έλληνες ότι θα δράσουν υπέρ των συμφερόντων τους» (We can’t count on the Greeks to act in their own best interests[1]).
Η ιστορία, σε πολύ γενικές γραμμές, έχει ως εξής: Τη σημαδιακή μέρα 9η Ιουλίου, του 1964, με την έναρξη των ελληνοτουρκικών συνομιλιών στη Γενεύη, ο Ντην Άτσεσον ρώτησε τους Τούρκους αν θα τους ενδιέφερε μια βάση στην Καρπασία με αντάλλαγμα την Ένωση της υπόλοιπης Κύπρου με την Ελλάδα. Οι Τούρκοι απάντησαν επί τόπου και αμέσως ότι εκείνοι ήθελαν διχοτόμηση ή ομοσπονδία, διαφορετικά ας έκανε η Ελλάδα την Ένωση ως fait accompli (ήταν ήδη fait accompli η Ένωση), πάντως εκείνοι δεν θα την αναγνώριζαν αλλά θα συνέχιζαν τις πιέσεις και τις απειλές. Ο Άτσεσον, όμως, έπρεπε να κλείσει το θέμα με συμφωνία κι όχι με συνέχιση των διαφορών και των απειλών, που αργά ή γρήγορα θα κατέληγαν σε πόλεμο μέσα στο ΝΑΤΟ, πράγμα εντελώς αδιανόητο και απαράδεκτο για τους Αμερικανούς. Οπότε, τους ρώτησε αν θα τους ικανοποιούσε και μια λωρίδα από Λευκωσία ως Κερύνεια μέσα στην οποία οι Τ/κύπριοι να είχαν πλειοψηφία και αυτονομία, όχι πάντως κράτος εν κράτει! Κι ακόμα, όπου υπήρχε τ/κυπριακή πλειονότητα, σε 2-3 περιοχές, να μπορούσε να αποφασίζει για τοπικά θέματα. Με την  ευκαιρία, ο γνωστός  Νιχάτ Ερίμ (ο κύριος Τούρκος συνομιλητής), εκστόμισε κάμποσες απειλές εκδίωξης των Ελλήνων κατοίκων Τουρκίας και του Πατριαρχείου, αν δεν έκλεινε σύντομα το θέμα. Πέταξε και μια κουβέντα για το Καστελλόριζο, που θα ενίσχυε την ασφάλεια της Τουρκίας κι ύστερα είπε πως πρόσφατα έγινε στην Αμερική και μια άλλη κουβέντα «λύσης» με ανταλλαγή. Η Λέσβος και η Σάμος ή η Κως να δίνονταν στην Τουρκία και η Κύπρος στην Ελλάδα.
Αυτά και άλλες περίπλοκες λεπτομέρειες περί δικαιωμάτων των Τ/κυπρίων που να ήταν μεν υπόλογοι στην Αθήνα ή στον τοπικό Έλληνα νομάρχη αλλά και περί δικαιωμάτων προσφυγής τους σε διεθνείς επιτροπές και ειδικά δικαστήρια, όπως και κάποιες πιθανές παραχωρήσεις πάνω σε γεωγραφική βάση, όλ’ αυτά που «πρότεινε» ο Άτσεσον δεν ήταν, βέβαια, ούτε αφέλειες αλλ’ ούτε και αμετακίνητες αμερικανικές θέσεις, αφού ήξερε πολύ καλά ότι στη γενικότητά τους δεν ανταποκρίνονταν στις ελληνικές θέσεις και θα απορρίπτονταν από την ελληνική πλευρά. Όπως κι έγινε. Ο Έλληνας συνομιλητής, Δημήτριος Νικολαρεΐζης, διπλωμάτης που διακρίθηκε και στα γράμματα και τις τέχνες, δεν άργησε να απαντήσει στον Άτσεσον πως όλα τούτα ήταν πολύ μακριά από τις θέσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης. Εξάλλου η Ελλάδα ζητούσε αυτοδιάθεση των Κυπρίων και όχι Ένωση (αυτή ήταν αρχικά η επίσημη πολιτική) και δεν έβλεπε τώρα πώς συζητείτο η Ένωση με εδαφικές ανταλλαγές! Στο σημείο αυτό επενέβη ένας βοηθός του Άτσεσον και είπε ότι οι Έλληνες έπρεπε να καλλιεργήσουν στην Κύπρο ένα λαϊκό αίτημα υπέρ της Ένωσης[2]!
Στο μεταξύ, ενθαρρυμένοι οι Τούρκοι από την «προσφορά» του Άτσεσον επέστρεψαν με επιπρόσθετες απαιτήσεις.
Απαντώντας ο Παπανδρέου «θετικά», παίζοντας δηλαδή με μαεστρία το διπλωματικό παιγνίδι, εισηγήθηκε προς τους Τούρκους ό,τι ακριβώς θα απέρριπταν και εκείνοι και οι Άγγλοι: Μετατροπή των βρετανικών βάσεων σε νατοϊκές με Τούρκο διοικητή (ενώ θα παρέμεναν υπό πλήρη βρετανική κυριαρχία), αλλά επ’ ουδενί κυρίαρχη τουρκική περιοχή στο νησί, όσο μικρή κι αν ήταν. Δέχτηκε, επίσης, δυο τ/κυπριακές περιοχές νοουμένου ότι οι Τούρκοι έπαρχοι θα διορίζονταν από την Αθήνα. Και για να δείξει ακόμα περισσότερο πόσο συμβιβαστικός μπορούσε να είναι,  πρόσφερε… και το Καστελλόριζο! Ταυτόχρονα παρουσίαζε τον Μακάριο στον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, Χένρυ Λαμπουίς, να πλησιάζει επικίνδυνα τη Σοβιετική Ένωση και την Αίγυπτο. Οι Αμερικανοί έπρεπε να βιαστούν, να προλάβουν τα χειρότερα.
Ο Άτσεσον χαρακτήρισε την αντιπρόταση Παπανδρέου «εποικοδομητική συμβολή» ενώ οι Τούρκοι εκνευρίστηκαν επειδή τη βρήκαν να περιέχει λιγότερα από όσα είχαν ήδη κερδισμένα με τη Ζυρίχη. Μποϋκοτάροντας και ο Μακάριος, κατά την πάγια τακτική του, τη συμμετοχή της Ελληνικής Κυβέρνησης στις συνομιλίες, δήλωσε στις 27 Ιουλίου 1964, στην Αθήνα, ότι δεν θα δεχόταν λύση «η οποία θα συνηπήγετο εγκατάσταση βάσεων του ΝΑΤΟ εις την νήσον»! Λες και οι βρετανικές βάσεις που ο ίδιος παραχώρησε και ήδη υπήρχαν, δεν ήταν του ΝΑΤΟ [3]! Πάντως εισέπραξε το σύνηθες ζητούμενο: Το χειροκρότημα του ΑΚΕΛ, των αυλοκολάκων και μερίδας του ανίδεου λαού.
Την ίδια μέρα, 27 Ιουλίου, ο Άτσεσον υπέβαλε στον Παπανδρέου την ιδέα της βάσης επί ενοικίω, στη θέση της κυρίαρχης.
Στις 30 Ιουλίου, ο πρέσβης τής Ελλάδος στις ΗΠΑ Αλέξανδρος Μάτσας δήλωσε ότι από όλες τις «ιδέες» μόνο εκείνη τής Ένωσης τής Κύπρου με την Ελλάδα θα εγκρινόταν από τον ελληνικό λαό, ενώ η παραχώρηση τού Καστελορίζου, η τουρκική βάση, οι οικονομικές αποζημιώσεις και τα όμοια αντιμετωπίζονταν με απέχθεια.
Στις 31 Ιουλίου, ο πρέσβης Λαμπουίς, ανέφερε στο Στέητ Ντιπάρτμεντ ότι ο Παπανδρέου του είπε: «Με τον Μακάριο είναι αδύνατο να συνεννοηθείς. Είναι εντελώς αδιάλλακτος σε όλα τα σημεία. Εκμεταλλεύεται τον ελληνικό Τύπο εις βάρος τής Ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία θέλει να διατηρεί καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Είναι ασυγχώρητος, επειδή εκθέτει την Ελληνική Κυβέρνηση ως διαλλακτική, έτοιμη να παζαρέψει, και προβάλλει τον εαυτό του ως τον ήρωα που πολεμά τις δυτικές δυνάμεις. Αυτό που θέλει είναι  μιαν ανεξάρτητη Κύπρο στο στυλ των αραβικών κρατών». Και πρόσθεσε: «Ο πρωθυπουργός πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει μόνο μια λύση, η Ένωση, χωρίς μεταβατική περίοδο ανεξαρτησίας, με μια διακήρυξη των δικαιωμάτων τής τουρκικής μειονότητας. Ο μόνος τρόπος για να πάψει να υπάρχει αυτό το πρόβλημα είναι να γίνει η Κύπρος μέρος τής Ελλάδος. Η Ένωση μαζί με μια βάση τού ΝΑΤΟ, με Τούρκο διοικητή, θα πρόσφερε ασφάλεια για την τουρκική μειονότητα και για την ίδια την Τουρκία. Μια Κύπρος τύπου Κούβας υπό την αιγίδα τού Μακαρίου σίγουρα θα σήμαινε κίνδυνο για την Τουρκία και για όλους μας. Η Ελληνική Κυβέρνηση θα ήταν επίσης πρόθυμη να αποζημιώσει όποιους Τ/κυπρίους θα επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο και ήλπιζε πως η Τουρκία θα λάμβανε και κάποια οικονομική βοήθεια για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της».
«Πάντως», τέλειωνε ο Λαμπουίς, «η κυρίαρχη βάση έχει αποκλεισθεί όπως και η ειδική θέση της τ/κυπριακής μειονότητας, όπως την προδιέγραψε ο Άτσεσον»[4].
Την 1η Αυγούστου οι Τούρκοι ειδοποίησαν ότι δεν δέχονταν για βάση μόνο την Καρπασία κι απέρριπταν και την ιδέα του Καστελλορίζου, ως πολύ μικρού για να θεωρηθεί σοβαρή παραχώρηση. Βλέποντας τη σταδιακή στροφή των Αμερικανών υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, γύρευαν (όπως και ο Μακάριος) μια ευκαιρία δημιουργίας επεισοδίων ώστε να σταματήσουν οι συνομιλίες στη Γενεύη και να επέμβουν για να διασφαλίσουν τα όσα «πρότεινε» στην αρχή ο Άτσεσον.
Με την ιδέα της «άμεσης Ενώσεως» συμφωνούσε τώρα και ο υφυπουργός Εξωτερικών Τζωρτζ Μπωλ (δηλαδή η κυβέρνηση των ΗΠΑ, αφού σε αυτόν ανατέθηκε η επίλυση του Κυπριακού από τον Πρόεδρο Λύντον Τζόνσον), για να προληφθεί τυχόν τουρκική επέμβαση και κατ’ ακολουθία ελληνοτουρκικός πόλεμος, πράγμα, όπως ήδη ειπώθηκε, αδιανόητο για τους Αμερικανούς. Δεχόταν την ιδέα τουρκικής βάσης με συμβόλαιο ενοικίασης 99 χρόνων, εκχωρημένης στο ΝΑΤΟ. Ο Νικολαρεΐζης απάντησε ότι μόνο για μέτρια βάση του ΝΑΤΟ συζητούσε τώρα η Ελληνική Κυβέρνηση ή τουρκική συμμετοχή σε βρετανική βάση. Οι δε αρχικές εισηγήσεις του Άτσεσον για τα δικαιώματα των Τ/κυπρίων κρίνονταν υπερβολικές. Μόνο εγγυήσεις δεχόταν να δώσει η Ελλάδα. Τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά για την ελληνική πλευρά που όχι μόνο οι Τούρκοι αλλά και οι Αμερικανοί, σε κάποια στιγμή, υποψιάστηκαν εκείνο που έπρεπε να συμβαίνει αλλά, δυστυχώς, καθόλου δεν συνέβαινε: συμπαιγνία Παπανδρέου-Μακαρίου. Ο Μακάριος να λέει συνεχώς «όχι» κι ο Παπανδρέου να επικαλείται την αρνητική στάση του Μακαρίου ως εμπόδιο στη δήθεν δική του πρόθεση για συμβιβασμό.
Έξαλλοι οι Τούρκοι έστρεψαν την προσοχή τους στη δια της βίας εξασφάλιση των «υπεσχημένων» του Άτσεσον. Ακολούθησαν οι προκλήσεις στην Τηλλυρία, οι μάχες  στην περιοχή Κοκκίνων, Μανσούρας, Λωρόβουνου και οι βομβαρδισμοί (8-10 Αυγούστου) από την τουρκική αεροπορία, αδιακρίτως, από την Πόλη Χρυσοχού ως τον Πύργο Τηλλυρίας.
Εδώ ήταν που έστειλε το μήνυμα ο Παπανδρέου προς Μακάριο (και Γρίβα), «άλλα συμφωνούμε κι άλλα πράττετε»[5], επειδή ναι μεν η ένοπλη σύγκρουση απέδιδε εδαφικές ανακαταλήψεις για την ελληνική πλευρά, έτεινε, όμως, να διακόψει τις συνομιλίες που πήγαιναν καλά για την Ελλάδα κι άσχημα για όσους δεν ήθελαν την Ένωση, δηλαδή τον Μακάριο και την Τουρκία. Ταυτόχρονα, η συγκρατημένη στάση της Ελλάδας απέναντι στους τουρκικούς βομβαρδισμούς, έδωσε την ευκαιρία στον Μακάριο ν’ απευθυνθεί στη σοβιετική Ρωσία για άμεση βοήθεια. Οι Ρώσοι έδειξαν αμέσως  μεγάλο ενδιαφέρον, με προθέσεις παραχώρησης στρατιωτικής βοήθειας, πράγμα που  ανησύχησε  ιδιαίτερα  σοβαρά  τον αμερικανικό παράγοντα.
Κάτω από αυτή την πίεση, η επανέναρξη των συνομιλιών στις 11 Αυγούστου βρήκε τον Άτσεσον να μη μιλά πια για περιοχές με τ/κυπριακή πλειοψηφία αλλά για 30% τ/κυπριακό πληθυσμό και διευθετήσεις για την προστασία των τ/κυπριακών δικαιωμάτων μετά την Ένωση! Όσο για τη βάση που πρόσφεραν οι Έλληνες με ενοίκιο 25 χρόνων ήταν στην άνυδρη, βραχώδη ερημιά  του Κάβο Γκρέκο. Οι Τούρκοι λύσσαξαν και παρουσίασαν χάρτες ξεκάθαρου διαμελισμού. Ούτε και με ολόκληρη την Καρπασία με ενοίκιο, είπαν δεν δέχονταν. «Μα αυτό μας παίρνει πίσω έξι βδομάδες, εκεί που ήμασταν»[6], τους είπε ο Άτσεσον. Τότε άρχισαν να μιλούν ξανά για στρατιωτική επέμβαση κι ο Άτσεσον να τους λέει πόσο επικίνδυνο πράμα ήταν ο πόλεμος, αφού απειλούσε και η Ρωσία με επέμβαση. Στο μεταξύ ο υφυπουργός Μπωλ έστειλε μήνυμα στον Άτσεσον να συγκρατήσει τους Τούρκους γιατί τα όπλα που είχαν δεν ήταν ακριβώς δικά τους για να κάμουν πόλεμο μέσα στο ΝΑΤΟ.
Στις 16 Αυγούστου οι Τούρκοι άλλαξαν γνώμη και ήταν έτοιμοι να συζητήσουν μακροπρόθεσμη ενοικίαση μεγάλης περιοχής στην Καρπασία, φτάνει να είχαν απόλυτη ελευθερία και να κάμνουν εκεί  ό,τι θέλουν χωρίς περιορισμούς.
Το θέμα «βάση με ενοίκιο» φάνηκε προς στιγμή να είναι το σημείο σύγκλισης  των δύο πλευρών, ασχέτως διαφωνιών περί του μεγέθους της και περί άλλων λεπτομερειών. Οι Αμερικανοί άρχισαν να βγάζουν σχέδια απομάκρυνσης εκείνου που έδειχνε να είναι το τελευταίο εμπόδιο στην Ένωση κι άκουγε στο όνομα «Μακάριος», λογαριάζοντας -λάθος, όπως θα τους εξηγούσε ο πρέσβης στη Λευκωσία Τέυλορ Μπέλτσερ[7]– ότι η Μεραρχία του Παπανδρέου θα μπορούσε να παίξει ρόλο οργάνου εφαρμογής των σχεδίων τους.
Ο Παπανδρέου, από την άλλη, τους πίεζε για άμεση κήρυξη της Ενώσεως χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς συμφωνία με την Τουρκία, διαφορετικά, τους έλεγε, δεν θα εξασφαλιζόταν ψήφος υπέρ της Ένωσης στην κυπριακή Βουλή εφόσον θα υπήρχαν όροι είτε μόνιμης είτε νοικιασμένης βάσης. Επίσης, την ίδια στιγμή, τους έλεγε και το ήξεραν, ότι έπρεπε να προληφθεί η επικείμενη Συνθήκη Συμμαχίας Κύπρου-ΕΣΣΔ, που εύκολα θα περνούσε από την κυπριακή Βουλή λόγω των πρόσφατων βομβαρδισμών της τουρκικής αεροπορίας και της αδυναμίας της ελληνικής να καλύψει την Κύπρο. Ο Παπανδρέου ήταν σίγουρος πως αν προλάβαινε να κηρύξει την Ένωση και μετά ν’ αρχίσουν οι συζητήσεις με τους Τούρκους για τους όρους ενοικίασης, το μέγεθος της βάσης και άλλα συναφή, δεν θα έφταναν ποτέ σε συμφωνία· κι οι Αμερικανοί ποτέ δεν θ’ άφηναν τους Τούρκους να προχωρήσουν σε επέμβαση. Θα εύρισκαν τρόπους να τους καταπραΰνουν και να τους αποζημιώσουν με τον καιρό. Εξάλλου, στο μεταξύ η Κύπρος θα οχυρωνόταν ακόμα καλύτερα από την Ελλάδα, το ΝΑΤΟ δεν θα κινδύνευε από κανέναν, ούτε η τ/κυπριακή μειονότητα, άρα θα εξέλειπε κάθε λόγος συνέχισης της διαμάχης. Παρέμενε, όμως, ακόμα ο Μακάριος, ο οποίος αντί να συμπράξει με τον Παπανδρέου, επέμενε στην «ανεξαρτησία»… σε στυλ αραβικών κρατών!
Στις 18 Αυγούστου, ειδική έκθεση προς τον Πρόεδρο Τζόνσον από βοηθούς και μέλη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, του εξηγούσε πόσο δύσκολο ήταν από τη μια να συμφωνηθεί γραπτώς το «σχέδιο Άτσεσον», που ήταν πια η Ένωση με συζήτηση για παραχωρήσεις στους Τούρκους μετά, και από την άλλη  πόσο κοντά στη σοβιετοποίηση ήταν η Κύπρος. Συμφωνούσαν απόλυτα με την εισήγηση Παπανδρέου για «άμεση Ένωση» και συζήτηση για παραχωρήσεις στους Τουρκους  μετά [8].
Το βράδυ της 18ης Αυγούστου, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, Χένρυ Λαμπουίς, επαναλάμβανε με τηλεγράφημα την  επιχειρηματολογία του Παπανδρέου προς όλους τους ενδιαφερομένους, τονίζοντας πως διαφορετικά μόνο οι κομμουνιστές θά ’βγαιναν κερδισμένοι: Πρώτα να γίνει η Ένωση, να διασφαλισθεί η νατοϊκή ταυτότητα της Κύπρου και μετά η συζήτηση με τους Τούρκους για τη βάση [9]. Τα ίδια έλεγε το πρωί της 19ης ο πρέσβης Τέυλορ Μπέλτσερ από τη Λευκωσία, βάζοντας σχεδόν τις φράσεις στο στόμα του Πέτρου Γαρουφαλιά: «Κήρυξη της Ένωσης από το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή της Κύπρου με αίτημα προς την Ελλάδα να τη δεχτεί». Έπρεπε, όμως, να προηγηθεί εκθρόνιση του ανθενωτικού εμποδίου, του Αρχιεπισκόπου και Προέδρου Μακαρίου. Πάντως ο Μπέλτσερ ξεκαθάριζε τελειωτικά ότι οι ελληνικές δυνάμεις στην Κύπρο, Μεραρχία και Εθνική Φρουρά, μόνο στην επιβολή της Ένωσης έπρεπε να υπολογίζονται ότι θα μπορούσαν να δράσουν. Δεν υπήρχε περίπτωση να συμπράξουν σε οτιδήποτε άλλο [10].
Ταυτόχρονα, στις 19, Ο Λαμπουίς παρέδιδε επείγον μήνυμα [11] του Προέδρου Τζόνσον προς τον Παπανδρέου. Οι Αμερικανοί ήταν ψημένοι. Ο Γαρουφαλιάς άρχισε να ετοιμάζει τη βαλίτσα του για τη Λευκωσία. Να ακυρώσει τελεσίδικα την επικείμενη συμφωνία Κύπρου-ΕΣΣΔ, που τόσο απεχθάνονταν οι Αμερικανοί και να κάνει την τελευταία απόπειρα, να πείσει τον Μακάριο να συμπράξει στην κήρυξη της Ενώσεως  δίχως να χρειασθεί να εκθρονισθεί [12].
Αυθημερόν, στις 19, πραγματοποιήθηκε η γνωστή σύσκεψη επικύρωσης της απόφασης, με προεδρεύοντα τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που διέκοψε τον παραθερισμό του στην Κέρκυρα, και παρόντες τον Πρωθυπουργό Παπανδρέου, τον υπουργό Άμυνας, Πέτρο Γαρουφαλιά, τον Υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Είχε ήδη ενημερωθεί από τον Γαρουφαλιά και τον βασιλέα ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Σπύρος Κυπριανού, ο οποίος έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για την απόφαση[13] και φρόντισε, βέβαια, να ειδοποιήσει αμέσως τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, με τον οποίο προφανώς συνεννοήθηκε ώστε ν’ ανακοινωθεί, την ίδια μέρα, η ακύρωση του ταξιδιού του στη Μόσχα. Ποιος, όμως, ειδοποίησε και τους Άγγλους ώστε με την άφιξή του ο Γαρουφαλιάς την επομένη στο αεροδρόμιο Λευκωσίας να νιώσει «αιχμάλωτός» τους με την παρουσία παντού στρατιωτών και τεθωρακισμένων τους σε καίρια σημεία, παραμένει ένα «μυστήριο»(!).
Την ίδια μέρα, 20 Αυγούστου, ο Παπανδρέου απαντούσε σε μήνυμα της 10ης Αυγούστου του Τζόνσον, ο οποίος ανησυχούσε για την κατάσταση στην Κύπρο και εισηγείτο την αποδοχή της πρότασης για παραχώρηση βάσης με ενοίκιο στην Τουρκία ως αντάλλαγμα για την Ένωση, ώστε επιτέλους να επιλυθεί το πρόβλημα, να επέλθει ειρήνευση ανάμεσα στις δύο χώρες του ΝΑΤΟ και ν’ ακυρωθούν οι σχεδιασμοί της Μόσχας. Στην απαντητική του επιστολή ο Παπανδρέου,[14] την οποία παρέδωσε στον Τζόνσον ο πρέσβης στις ΗΠΑ Αλέξανδρος Μάτσας, αναφερόταν στην επίσκεψη Γαρουφαλιά στη Λευκωσία την ίδια μέρα, η οποία αποσκοπούσε, έλεγε στον Τζόνσον, στο να επιστήσει την προσοχή της Κυπριακής Κυβέρνησης στην ανάγκη διατήρησης της κατάπαυσης του πυρός και στην εδραίωση της ειρήνης. Στη συνέχεια  εξηγούσε στον Τζόνσον τη δεινή θέση στην οποία βρέθηκε η Ελλάς να μην μπορεί να προστατέψει τον κυπριακό πληθυσμό από τους βομβαρδισμούς της τουρκικής αεροπορίας (8-10 Αυγούστου), τους οποίους αποκαλούσε «κτηνώδεις και ανεύθυνους». Ζητούσε την παρέμβαση του Τζόνσον ώστε να σταματήσουν οι ανεύθυνες προκλήσεις των Τούρκων, οι οποίες αν επαναλαμβάνονταν θα ανάγκαζαν την Ελλάδα να λάβει μέρος στην άμυνα της Κύπρου και έθετε το θέμα ότι υπό συνθήκες ωμού εκβιασμού και δίωξης των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης δεν μπορούσαν να γίνονται διαπραγματεύσεις. Διαβεβαίωνε, πάντως, τον Τζόνσον ότι η Ελλάς εξακολουθούσε να στηρίζει τις προσπάθειες Άτσεσον στη Γενεύη. Αναφορικά με την εισήγηση του προέδρου Τζόνσον για αποδοχή της πρότασης για παραχώρηση βάσης με ενοίκιο ορισμένου χρόνου, ο Παπανδρέου ξεκαθάριζε ότι αυτό που ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αποδεχτό πριν τους βομβαρδισμούς της τουρκικής αεροπορίας, τώρα γινόταν ακόμα πιο δύσκολο. Και ότι η Ελλάς μελετούσε όλες τις πλευρές του ζητήματος και θα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια ώστε να εξευρεθεί μια δίκαιη λύση.
Στην ουσία απέρριπτε ακόμα και τη θεωρούμενη από σημερινούς μελετητές «φιλελληνική» λύση της παραχώρησης βάσης εδάφους 5% της Κύπρου για 50 χρόνια, δεν αποκάλυπτε τον σκοπό της αποστολής Γαρουφαλιά, που την ίδια μέρα θα πρότεινε στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο την ατόφια, άνευ όρων Ένωση και προετοίμαζε τον Αμερικανό Πρόεδρο για τη δίκαιη απόφαση που είχε πάρει η Ελλάς. Η επιστολή αυτή δόθηκε στη δημοσιότητα μόλις στις 20 Φεβρουαρίου 2014 και διαψεύδει όλους όσοι προσπάθησαν να καταλογίσουν δόλο του πρωθυπουργού της Ελλάδος σε βάρος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Ο δόλος και η απιστία βρίσκονταν μόνο στην πλευρά του Αρχιεπισκόπου.
Επίσης στις 20 Αυγούστου, με επιστολή του ο Άτσεσον προς τον Μπωλ εισηγούνταν τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου από την Ελλάδα με την προστασία του ΝΑΤΟ εναντίον οποιασδήποτε ρωσικής ή τουρκικής επέμβασης και ν’ αναλάβει ο ελληνικός στρατός τη διοίκηση της Κύπρου, να εγγυηθεί τα δικαιώματα της μειονότητας και σε κάποια στιγμή να κηρυχθεί και η Ένωση[15].
Στο Προεδρικό Μέγαρο, στη Λευκωσία, ο Γαρουφαλιάς εξήγησε στον Μακάριο το ελληνικό σχέδιο. Του είπε πως κι αν ακόμα αντιδρούσαν με επέμβαση οι Τούρκοι, πράγμα που δεν αναμενόταν, θα αποκρούονταν από τις ελληνικές δυνάμεις στο νησί  και η Ένωση θα σφραγιζόταν και με στρατιωτική νίκη. Ο Μακάριος προσπάθησε να φέρει κάποια εμπόδια ζητώντας να μπουν φράσεις στο κείμενο της διακήρυξης της Ενώσεως από την κυπριακή Βουλή περί «κατάργησης και των βρετανικών βάσεων» και αποκλεισμού ανταλλαγμάτων με βάσεις προς την Τουρκία κι όταν έπαιρνε σε όλα τις κατάλληλες απαντήσεις από τον Γαρουφαλιά, είπε και μια ξεκάθαρη ανοησία περί του αν θα μπορούσε να γίνει… αντιβασιλεύς μετά την Ένωση! Στο τέλος, την επομένη, 21 Αυγούστου, μη μπορώντας να πείσει τον Γαρουφαλιά, είπε ότι ως ιερωμένος, δεν μπορούσε τα… αίματα σε περίπτωση εισβολής και άρα απέρριπτε το σχέδιο[16]! Τη συνδιάλεξη όπου ο Γαρουφαλιάς αφηγείται τηλεφωνικώς στον Παπανδρέου από τη Λευκωσία τις διάφορες αντιδράσεις και το «αίτημα» του Αρχιεπισκόπου περί αντιβασιλείας άκουσε και το μαρτυρά σε βιντεογραφημένη συνέντευξη ο πρώην υπάλληλος της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, πρώην αγωνιστής της ΕΟΚΑ, Λουκής Καρανίκκης.
Στη διάρκεια των δύο ημερών (20 και 21 Αυγούστου, αν όχι και από τις 19, όταν ενημερώθηκε από τον Κυπριανού για το σχέδιο) που ο Μακάριος «συζητούσε» με τον Γαρουφαλιά προκειμένου ν’ αποτρέψει την Ένωση, ενεργούσε μέσω Λυσσαρίδη, ώστε να ειδοποιηθεί ο Παπανδρέου από τον γιο του Ανδρέα (που στο μεταξύ είχε μετακινηθεί από ενωτικός, βοηθός στον πατέρα του,  σε οπαδό του «ανεξαρτησιακού»  Μακαρίου), να αποσύρει την πρόταση, αλλιώς ο Μακάριος θα την παρουσίαζε στον λαό ως παγίδα διχοτόμησης εφόσον ήταν αμερικανόπνευστη! (Επρόκειτο για «συμπαιγνία» Ελλάδας-ΗΠΑ για επιβολή της διχοτόμησης, θα έλεγε αργότερα ο Μακάριος στον πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα, Νίκο Κρανιδιώτη[17]). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κυπριακός λαός τότε, σε πολύ μεγάλο ποσοστό (αν όχι και κατά πλειονότητα, αφού μιλούμε για το ΑΚΕΛ, συν σοβαρή μερίδα της εμποροβιομηχανικής δεξιάς, του τύπου, κ.α.) στήριζε τον Μακάριο και τη διαβρωτική του «πολιτική» κατά της Ελλάδος, της Μεραρχίας και της Ενώσεως. Υπάρχει γι’ αυτό σωρεία στοιχείων και μαρτυριών, όπως αίφνης τα άρθρα του Σάββα Παύλου του 1998, με τίτλο «Μεραρχία, Συγγνώμη!»[18].
Μια τέτοια, λοιπόν, καταγγελία εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για αμερικανόπνευστη και διχοτομική τάχα πρόταση εκ μέρους της Ελλάδας θα έμπαζε αστραπιαία την Κύπρο σε εμφύλια, ένοπλη αντιπαράθεση, με τον Μακάριο και τους πιστούς του από τη μια και την Μεραρχία και την Εθνική Φρουρά από την άλλη. Η κατάσταση που θα δημιουργούνταν θα ήταν ιδανική για την Τουρκία να εισβάλει.
Αναγκαστικά υποκύπτοντας σ’ ένα τέτοιο εκβιασμό ο Γεώργιος Παπανδρέου, για να μη θέσει σε κίνδυνο την Κύπρο, ειδοποίησε τον Γαρουφαλιά να αποσύρει την προς Μακάριο πρόταση άμεσης κήρυξης της Ενώσεως. Αγανακτισμένος ο Γαρουφαλιάς, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς συνέβαινε πίσω από την πλάτη του, καθυστερούσε να το πράξει κι επέμενε να πιέζει  τον Μακάριο, μέχρι που έλαβε την τελική άρνηση του Αρχιεπισκόπου (21/8) με τη «δικαιολογία» ότι ως ιερωμένος δεν ήθελε… αίματα, που πιθανόν να προέκυπταν αν παρ’ ελπίδα επενέβαιναν οι Τούρκοι (στους οποίους, βέβαια, οι Αμερικανοί, όπως το λεν καθαρά όλα τα έγγραφα, δεν θα επέτρεπαν ποτέ να επέμβουν στρατιωτικά και να υπάρξει ενδονατοϊκή σύρραξη). Πιεσμένος, όμως, τώρα, από τους Αμερικανούς ο Παπανδρέου, ταυτόχρονα με την οδηγία για απόσυρση της πρότασης προς τον Μακάριο, ειδοποίησε τους Αμερικανούς ότι αποδεχόταν την πρόταση συμφωνημένης Ενώσεως με παραχώρηση βάσης με 5% έδαφος επί ενοικίω[19], αν και ζητούσε και σ’ αυτό περαιτέρω «βελτιώσεις». Οπότε επενέβη ο παλιός συνεργάτης και στενός φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου, Λουκής Ακρίτας, για να του υπενθυμίσει ότι ήταν μέγα σφάλμα να αποδεχθεί την πρόταση των Αμερικανών αφού οπωσδήποτε αυτήν κι αν  απέρριπτε ο Μακάριος! Αντίθετα, θα έπειθε (ήδη τον είχε πεπεισμένο) τον λαό ότι επρόκειτο για προδοσία. Οπότε τι θα έκανε ο Παπανδρέου; Εκείνο που ακριβώς προσπαθούσε ν’ αποφύγει; Πραξικόπημα δια της Μεραρχίας και δια της Εθνικής Φρουράς, με απρόβλεπτες συνέπειες αν αντιστέκονταν η φρουρά τού Μακαρίου, οι ένοπλοι του Λυσσαρίδη και το ΑΚΕΛ (που επίσης διέθετε όπλα); Έτσι ο Γ. Π. απέσυρε και αυτή την πρόταση, προειδοποιώντας ξανά τους Αμερικανούς για την επικίνδυνη προσέγγιση Κύπρου Σοβιετικής Ένωσης. Οι Αμερικανοί προσπάθησαν τότε, μια τελευταία φορά (23/8) όπως δείχνουν τα έγγραφα 479 secret και 462 secret: Εφόσον οι Τούρκοι είχαν ήδη επίσης απορρίψει το 5% έδαφος επί ενοικίω (22/8)[20], θα βρίσκονταν ανεπανόρθωτα εκτεθειμένοι μπροστά σε ένα γεγονός εφαρμογής της Ενώσεως με πρόθεση συζήτησης παραχώρησης εδάφους 5% με ενοίκιο… μετά! Πώς θα συζητούσαν κάτι που είχαν απορρίψει; Η Ελλάς θα είχε κάθε δικαίωμα να αρνηθεί τέτοια συζήτηση μετά την Ένωση. Με αυτή τη λογική ο Υπ. Εξ. Των ΗΠΑ Ντην Ρασκ στο έγγραφο secret 479 (F.R.U.S. σ. 286-288 και Αρχείο Α. Ρ.), της 23ης Αυγούστου 1964, ζητά από την Ελλάδα να κηρύξει την Ένωση και μιλά ακόμα και για ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που θα καλούσε την Τουρκία να παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα στην Κύπρο και να αποσύρει την εκεί ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ. Τελικά, όμως, ο Παπανδρέου δεν μπορούσε να «αγνοήσει» τον Μακάριο και το συμπέρασμα είναι ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν πραγματοποιήθηκε η Ένωση ήταν η απουσία αλληλοσεβασμού και ειλικρινούς συνεννόησης μεταξύ Παπανδρέου-Μακαρίου, για την οποία αποκλειστικός ένοχος ήταν, δυστυχώς, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όπως πολύ καλά το ξέρει η Ιστορία.
Ότι επρόκειτο για τη μοναδική ευκαιρία πραγματοποίησης της Ενώσεως άνευ οποιωνδήποτε ανταλλαγμάτων στην Τουρκία αποδεικνύεται από ακόμα ένα γνωστό έγγραφο της 22ας  Αυγούστου 1964[21], του Άτσεσον προς τον υπ. Εξ. των ΗΠΑ και στους Αμερικανούς πρέσβεις Άγκυρας, Αθηνών Λονδίνου, Νέας Υόρκης στο οποίο δηλώνει ξεκάθαρα ότι «μόλις οι Έλληνες είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν την Ένωση θα μπορούν να πουν ότι είναι χωρίς όρους, όπως πράγματι και θα είναι, αφού οι Τούρκοι θα έχουν χάσει το λεωφορείο». (“When Greeks were ready to produce Enosis, they could say that it was unconditional as it would indeed be since the Turks would have missed the bus”).
Στο έγγραφο secret 479 της 23ης Αυγούστου, που αποτελείται από πέντε σελίδες και απευθύνεται προς τον Άτσεσον και τους Αμερικανούς πρέσβεις Αθηνών, Άγκυρας και Λονδίνου, ο Ντην Ρασκ περιγράφει μια «νέα πορεία δράσης» (“new proposed course of action”), επειδή η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε κρίνει ότι οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη είχαν τερματισθεί («had run its course»). Η Ελληνική Κυβέρνηση, έλεγε ο Ρασκ, θα έπρεπε «να προχωρήσει με τα σχέδια της για την πραγματοποίηση της Ενώσεως», ενώ οι ΗΠΑ αναλάμβαναν την ευθύνη «ώστε ούτε οι Τούρκοι ούτε οποιαδήποτε άλλη εξωτερική δύναμη να επέμβει με στρατιωτική ενέργεια». (“We will undertake to see that neither the Turks nor any other power will intervene with military force”). Η διαβεβαίωση αυτή επαναλαμβάνεται στο έγγραφο δύο φορές. Ενδιάμεσα τίθεται ο μοναδικός όρος προς την Ελλάδα, να διαπραγματευθεί με την Τουρκία μετά την ολοκλήρωση της Ενώσεως (“once Enosis is concluded”) με στόχο την παραχώρηση στην Τουρκία βάσεως με ενοίκιο για 50 χρόνια. Και να διαβεβαιώσει η Ελλάς τον τ/κυπριακό πληθυσμό για τα μειονοτικά του δικαιώματα. Επειδή, όμως, συνέχιζε ο Ρασκ, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν θα ήταν πρόθυμη να συζητήσει με την Τουρκική, αφού η τελευταία είχε ήδη απορρίψει την ιδέα της βάσης με ενοίκιο,  μπορούμε, συνέχιζε, να υποδείξουμε στους Έλληνες ότι μια μετα-ενωσιακή Κύπρος θα έχει να αντιμετωπίσει δύσκολα προβλήματα. Π.χ. την παρουσία της ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ., την οποία αναμφίβολα η Τουρκική Κυβέρνηση θα επέμενε να διατηρήσει, εκτός κι αν η νομικίστικη πλευρά μπορούσε να διευθετηθεί με κάποια συμφωνία. Θα είναι μια δύσκολη περίοδος, κατέληγε, αν και η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών θα μπορούσε να περάσει ένα ψήφισμα που να καλεί τούς Τούρκους να εγκαταλείψουν τα δικαιώματά τους και να φύγουν από την Κύπρο. («…the UN General Assembly might pass a resolution calling upon the Turks to relinquish these rights and get out»).
Την επομένη, 24 Αυγούστου, Ο Λαμπουίς από την Αθήνα υπερθεμάτιζε [22] λέγοντας ότι οπωσδήποτε ο Παπανδρέου δεν έπρεπε ν’ αναλάβει καμμίαν απολύτως δέσμευση απέναντι στους Τούρκους εκτός από την προσφορά καταλλήλων εγγυήσεων στη τ/κυπριακή μειονότητα. Και αν, συνέχιζε ο Λαμπουίς, ο Ρέυμοντ Χέαρ (πρέσβης στην Άγκυρα) ήταν ακόμα σε διαδικασία προσπάθειας να πείσει τους Τούρκους να δεχτούν την πρόταση 5% έδαφος με ενοίκιο, θα έπρεπε να σταματήσει αμέσως. Θα ήταν απρόβλεπτες οι συνέπειες αν τυχόν οι Τούρκοι μεταπείθονταν, πράγμα βέβαια που ήταν απίθανο, αφού ο Ινονού είχε δηλώσει ξεκάθαρα στον Χέαρ (έγγραφο 363, σημ. 14 προηγουμένως) ότι δεν υπήρχε περίπτωση να στηρίξει ενώπιον της Κυβέρνησής του την πρόταση. Αν το έκανε, είπε, «θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής του καριέρας».
Το αγγλικό έγγραφο της 25ης Αυγούστου 1964 (DEFE  11/456, no 10368) του αγγλικού υπουργείου Εξωτερικών, του κακόφημου πλέον παγκοσμίως Φόρεϊν Όφις, απευθύνθηκε, πολύ καθυστερημένα προς το αμερικανικό, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και αφού έκανε μια εκτενή ανάλυση της κατάστασης, με δυο λόγια κατέληξε: «Οι Τούρκοι… από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η Ένωση με τον τρόπο που σχεδιάζεται τώρα, δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε τις ελάχιστες από τις απαιτήσεις τους σε απευθείας διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα». («Once Enosis had been achieved in the manner now suggested the Turks would stand no reasonable chance of securing their minimum requirements»). Δηλαδή δεν θα έπαιρναν τίποτε.
Γι’ αυτό ακριβώς είχε τεράστια σημασία η ομόφωνη απόφαση της Ελλάδος (Πρωθυπουργού Παπανδρέου, Αρχηγού Αντιπολιτεύσεως Κανελλόπουλου, Βασιλέα Κωνσταντίνου, Υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας, Κωστόπουλου και Γαρουφαλιά) την 19η Αυγούστου και η άμεση κάθοδος στη Λευκωσία την επομένη, 20 Αυγούστου, του υπ. Άμ. Πέτρου Γαρουφαλιά για λήψη άμεσης απόφασης. Ακόμα και η μια μέρα καθυστέρησης, που σπατάλησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μέχρι να στήσει τον εκβιασμό σε βάρος του Παπανδρέου και ν’ απαντήσει αρνητικά, ήταν αναγκαία ώστε να επιβληθεί και να εδραιωθεί η απόφαση πριν αρχίσουν οι Άγγλοι τις μεμψιμοιρίες.
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλα έγγραφα που επιβεβαιώνουν ότι μέσα σε εκείνες τις μέρες μπορούσε να εξασφαλισθεί η άνευ όρων, η «ατόφια», η άνευ εδαφικών παραχωρήσεων στην Τουρκία, Ένωση. Ακόμα και έγγραφο (24/8) του ιδιαίτερα αγγλόφιλου  αμερικανού πρέσβη στη Βρετανία, Ντέηβιντ Μπρους, με το οποίο παραδέχεται ότι παρά τις δυσκολίες, υπό τις συνθήκες η Ένωση είναι η πιο επιθυμητή λύση [23].
Όλα τα έγγραφα που αναφέρθηκαν εδώ και άλλα, υπάρχουν στην πρωτότυπη μορφή τους η/και μεταφρασμένα, στο βιβλίο Κουράγιο Πηνελόπη, Αθήνα, Αρμός 2013.
Συμπληρωματικά θα πρέπει εδώ να γίνει αναφορά και σε μια από τις πολλές μαρτυρίες που υπάρχουν, η οποία μόλις πρόσφατα ήρθε στο φως και δείχνει πόσο ο Γεώργιος Παπανδρέου θεωρούσε αποκλειστικό υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για τη μη πραγματοποίηση της Ενώσεως το 1964. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γιώργου Πετούση Στα χρόνια Θητείας – Η πρώτη ΕΣΟ της Εθνικής Φρουράς, Λεμεσός 2017. Πρόκειται για μια λεπτομερώς απομαγνητοφωνημένη συνομιλία με τον μόνο επιζώντα, Οργανωτικό Γραμματέα επαρχίας Λεμεσού, της Παναγροτικής Ένωσης Κύπρου, κ. Τάκη Μαραθεύτη, ο οποίος μαζί με ομάδα αντιπροσώπων της ΠΕΚ είχαν επισκεφθεί τον πρωθυπουργό  Γεώργιο Παπανδρέου, στις 17 Σεπτεμβρίου 1964 στο Καστρί, με σκοπό να μάθουν τι ακριβώς είχε συμβεί ώστε να μην είχε πραγματοποιηθεί η Ένωση τον προηγούμενο μήνα, Αύγουστο του 1964. Εκεί, εμβρόντητοι, είδαν και άκουσαν τον Πρωθυπουργό να δείχνει ενώπιόν τους τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο -που επίσης έφτασε την ίδια ώρα για προκαθορισμένη συνάντηση- και να λέει: «Ιδού ο ένοχος, αυτός θα τουρκέψει την Κύπρο»! Στην ομάδα της ΠΕΚ παρόντες ήταν και οι πατέρες των μεγάλων ηρώων μας Γρηγόρη Αυξεντίου και Κυριάκου Μάτση, Πιερής Αυξεντίου και Χριστοφής Μάτσης. Με τον τρομερό λόγο του Πρωθυπουργού για την ενοχή του Αρχιεπισκόπου ο γερο-Πιερής μόλις που πρόλαβε να ψιθυρίσει «αλίμονο, άδικα εσκοτωθήκαν τα παιδιά μας» κι έπεσε λιπόθυμος στο πάτωμα.
Κατά τη δική του, επίσης,  μαρτυρία, ο Τάκης Μαραθεύτης δέχτηκε μετά συμβουλές αλλά και τηλεφωνικές απειλές να μη αφηγείται το γεγονός επειδή κινδύνευε η ζωή του. Ο ίδιος έπαψε να επισκέπτεται τότε τον Αρχιεπίσκοπο. Εκείνος, όμως, όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής του ζήτησε να δει τον Μαραθεύτη για να κλάψει και να παραδεχτεί ότι «είχε δίκιο» και ότι έδειξε πολλή ανδρεία όταν ζήτησε ευθέως να μάθει από τον πρωθυπουργό Παπανδρέου την αλήθεια για τον Αύγουστο του 1964.
Το να γράφουν οι παλαιοί ιστορικοί και άλλοι ερευνητές τις μισές αλήθειες, αφού δεν είχαν υπόψη όλα τα στοιχεία στην εποχή τους, όταν δρούσαν υπό το βάρος του μύθου και των ωφελημάτων που τους παρείχε η διακυβέρνηση Μακαρίου και οι επίγονές της διακυβερνήσεις είναι ένα πράγμα, αλλά το να μένουν και οι νεότεροι ιστορικοί προσκολλημένοι σε τέτοιες μόνο «πηγές», πώς αλλιώς να το δει κανείς παρά ως ένα ακόμα σύμπτωμα της παρούσας, γενικευμένης παρακμής μας;
Από την άλλη δεν πρέπει ν’ αποφεύγουμε να αναγνωρίζουμε και να εξάγουμε τα σωστά συμπεράσματα από τις εντυπωσιακές ομοιότητες των συνομιλιών της Γενεύης του 1964 με τις συνομιλίες που διεξάγονται σήμερα, επίσης στη Γενεύη, με πρώτιστο στόχο όπως πάντα την αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής με μια υποφερτή «λύση» του κυπριακού προβλήματος.
Η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των απέναντί μας εμπλεκομένων δυνάμεων εξακολουθεί ν’ αποβλέπει σε κάποιου είδους «διχοτόμηση», άλλως, με τη σημερινή ορολογία σε μια μορφή «συνομοσπονδίας».
Η τακτική που ακολούθησε το 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο συνομιλητής της ελληνικής πλευράς, η οποία βρισκόταν και τότε, όπως σήμερα, σε θέση αδυναμίας -σήμερα σε ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία λόγω των επιπτώσεων της εισβολής του 74- ήταν εκείνη της επίδειξης συνεχούς καλής θελήσεως, συμβιβαστικής διάθεσης και πρόθεσης κάποιων υποχωρήσεων σε θέματα εθνικών συμφερόντων ώστε να διασφαλισθούν τα υπέρτερα. Η τακτική εκείνη αντιμετώπιζε διπλή εχθρική αντίσταση, τόσο από έξω όσο και από μέσα. Από έξω ήταν η Τουρκία με τις συνεχείς απειλές και τις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις της και από μέσα ήταν η «πατριωτική» αντίδραση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των υποστηρικτών του, που επιζητούσαν τον τερματισμό των συνομιλιών παρουσιάζοντας στον λαό την τακτική Παπανδρέου ως αποτέλεσμα αδυναμίας και σκέτης υποταγής στα ξένα συμφέροντα, που δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στο αρχικά προτεινόμενο  διχοτομικό αποτέλεσμα.
Η πραγματικότητα, όμως, η οποία  και επιβεβαιώνεται από τα έγγραφα σήμερα, ήταν ότι ο πρωθυπουργός Παπανδρέου αγωνιζόταν με τον σοφότερο και δη τον καλλίτερο δυνατό τρόπο, υπό τις συνθήκες, με στόχο την επίτευξη του βέλτιστου, που στο τέλος αποδείχτηκε ότι μπορούσε να φτάσει και στο μέγιστο δυνατό κέρδος, αν είχε τη συμπαράσταση και όχι την υπόσκαψη και την αντίσταση εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Οι διεθνείς πολιτικές συνθήκες τότε και ειδικά η ψυχροπολεμική αντιπαλότητα σοβιετικής Ρωσίας και Η.Π.Α., σε συνδυασμό με την τουρκική αδιαλλαξία, απέφεραν τελικά για την ελληνικά συμφέροντα εκείνο ακριβώς που επεδίωκε η ελληνική πλευρά. Ακόμα και η «αντίσταση» του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των συν αυτώ, συνέβαλε με τον τρόπο της στην αλλαγή πρόσληψης, την εκ νέου ερμηνεία εκ μέρους των Αμερικανών των συμφερόντων τους. Αν ήταν ειλικρινά ενωτικές οι προθέσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, θα συναινούσε με το ελληνικό σχέδιο και η Ένωση θα ήταν από τότε γεγονός. Όλα τα τραγικά και καταστροφικά που ακολούθησαν θα αποφεύγονταν.
Οι σημερινές συνθήκες είναι σχεδόν πανομοιότυπες. Η αντιπαλότητα Ρωσίας-ΗΠΑ εξακολουθεί να είναι εκεί άσβεστη και αναλλοίωτη, ίσως σήμερα να υποβόσκει μεταξύ τους ακόμα πιο εκρηκτική η σύγκρουση. Επίσης η τουρκική αδιαλλαξία δεν είναι απλώς η ίδια, αλλά έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Έχει αρχίσει πια να υπαγορεύει παντού τις αχαλίνωτες επιθυμίες της. Μέσα στο ίδιο πνεύμα, όπως και τότε, ενεργεί επίσης και η δική μας εσωτερική «αντίσταση» στις συνομιλίες. Έχουμε τις ίδιες, όπως και τότε «πατριωτικές» διακηρύξεις εναντίον των ξένων μεσολαβητών (του ΟΗΕ) και εναντίον των δικών μας συνομιλητών. Πολύ πιο δύσκολα σήμερα αυτές οι «αντιστασιακές» διακηρύξεις κρύβουν τα αληθινά τους, ψηφοθηρικά κίνητρα λόγω των ασυγκρίτως περισσότερων ελευθεριών των σύγχρονων ΜΜΕ.
Τίποτε δεν αποκλείει ανατροπές στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, ακόμα και ριζικές αλλαγές στις θέσεις και στις μεταξύ τους σχέσεις των υπερδυνάμεων ή αλλαγές και εκ νέου ερμηνείες στην πρόσληψη των δυτικών και ειδικά των  αμερικανικών συμφερόντων, που έχουν τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση του δικού μας μέλλοντός. Ας διαλογισθούν ψυχραιμότερα και λιγότερο ορμητικά απ’ ό,τι στο παρελθόν οι προτείνοντες θεαματικές αναστροφές στην τακτική των χαμηλών τόνων, των επίμονων, συμβιβαστικών προθέσεων συνομιλιών της πλευράς μας. Το πρόσφατο παρελθόν μας, αν το μελετούμε με σοβαρότητα και ειλικρίνεια, έχει πολλά να μας διδάξει ώστε να μη χαθούμε στο τέλος για τους ίδιους λόγους που απωλέσαμε την Ένωση το 1964.

 [1] Έγγραφο Lyndon Baines Johnson Library, National Security Files, National Security Meetings File, Vol. 2, top secret, δημοσιευμένο στην έκδοση Foreign Relations of the United States (F.R.U.S.), Volume XVI, 1964-1968, CYPRUS; GREECE; TURKEY σ. 174-179, μεταφρασμένο και σχολιασμένο στα ελληνικά στο Κουράγιο Πηνελόπη, Αρμός 2013, σ. 218-226.
 [2] Έγγραφο Department of State, Central Files, POL 23-8 CYP, 114 secret, στην έκδοση Foreign Relation of the United States, ό.π. (F.R.U.S), σ. 183-184.
[3] Επιπλέον, σε λιγότερο από ένα μήνα μετά, στις 25 Αυγούστου (αφού πρώτα με ίντριγκα θ’ ανάγκαζε τον Παπανδρέου στις 20 Αυγούστου ν’ αποσύρει την πρότασή του για κήρυξη της άνευ όρων Ένωσης), θα ειδοποιούσε τον Τζόνσον -κοροϊδεύοντας όλους ουσιαστικά- μέσω βασιλέως Κωνσταντίνου, ότι αποδεχόταν βάση του ΝΑΤΟ αν το αντάλλαγμα θα ήταν η Ένωση (L.B.J. Library EMBTEL 407 secret 8/25/1964).
 [4] Έγγραφο ό.π. D.S., C.F., POL 23-8 CYP, 190 secret, F.R.U.S. σ. 206-208.
 [5] Σπύρου Παπαγεωργίου Τα Κρίσιμα Ντοκουμέντα του Κυπριακού, Τόμος Β΄, σ. 113.
 [6] L.B.J. Library, N.S.F., Country File, Box 121, Cyprus, Vol. 12, Airgram A-86, Second Memorandum on Turkish-Cypriot Minority Rights (Αρχείο Α. Ροδίτη) και D.S., C.F., POL 27 CYP, 383 secret, F.R.U.S. σ. 250-252.
 [7] D.S., C.F., POL 27 CYP, 357 secret, F.R.U.S. σ. 279-280.
 [8] L.B.J. Library, N.S.F., Memos to the President, McGeorge Bundy, Vol. 6. Secret.  F.R.U.S. σ. 266-268
 [9] L.B.J. Library, N.S.F., Country File, L.B.J. Library, N.S.F., Country File, Box 122, Cyprus, Vol. 13, 345 secret (Αρχείο Α.Ρ.).
[10] Ό.π. 343 secret (Αρχείο Α.Ρ.).            .
[11] Αναφέρεται στο Το Κυπριακό και οι Συνωμότες του, του Ε. Ν. Τζελέπη, Θεμέλιο 1965. Το περιεχόμενο του μηνύματος, κατά τον Τζελέπη, ήταν μόνο η προειδοποίηση  στην Ελλάδα ότι ως χώρα του ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να βοηθά την Κύπρο αν η Κύπρος υπέγραφε στρατιωτική συμφωνία με την ΕΣΣΔ. Για το θέμα της συμφωνίας βρισκόταν ήδη στην Αθήνα ο Υπ. Εξ. της Κύπρου, Σπύρος Κυπριανού, για να ενημερώσει τον Πρωθυπουργό. Την ίδια μέρα και μετά τη σύσκεψη που ακολούθησε, επίσημη ανακοίνωση ανέφερε ότι ο Κυπριανού ακύρωσε το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ.
[12] Σωτήρη Ριζά, Ένωση, Διχοτόμηση, Ανεξαρτησία, Βιβλιόραμα 2000, σ. 153-154, 157.
[13] Πέτρου Γαρουφαλιά, Ελλάς και Κύπρος, Μπεργαδής, Αθήνα 1982.
[14] Lyndon B. Johnson Library, Special Head of State Correspondence, Box 19, Greece Presidential Correspondence, με τον τίτλο Αρ. 30. 8/20/64 Msg fm Papandreou responding to above (tab 29) re Cyprus situation. Για δε την ακρίβεια της μετάφρασης παραθέτω ολόκληρη την τελευταία παράγραφο της επιστολής Παπανδρέου: “Your suggestion concerning the lease of a base in Cyprus to Turkey is a most delicate and intricate problem. We have to take into account the inhabitants of the island. What would have been very difficult to accept before the air-raids has become even more difficult now. We are studying all aspects of this question and we shall make every possible efforts for finding a fair solution. With personal regards, Sincerely yours, GEORGE A. PAPANDREOU”.
[15] D.S., C.F., POL 27 CYP, 439 secret (Αρχείο Α.Ρ.).
[16] Πέτρου Γαρουφαλιά ό.π.
[17] Νίκου Κρανιδιώτη Ανοχύρωτη Πολιτεία, Εστία 1985, Πρώτος τόμος, σ. 228
[19] Πράγμα, βέβαια, που επιβεβαιώνει, πέραν της προς Τζόνσον επιστολής, ότι δεν είχε προ-συμφωνήσει με τους Αμερικανούς την παραχώρηση βάσης 5% με ενοίκιο, αλλά μόνο συζήτηση της πρότασης μετά την Ένωση, που οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο να καρποφορήσει. Επιπρόσθετα ούτε οι Τούρκοι δέχονταν τέτοια συμφωνία για «συζήτηση». Άρα, η ελληνική πρόταση προς τον Μακάριο για άμεση, ατόφια Ένωση ήταν καθαρή. Ο μόνος λόγος που ο Γαρουφαλιάς δεν ανέφερε στον Μακάριο τα περί «συζήτησης με τους Τούρκους μετά την Ένωση», ήταν για να μην τον διευκολύνει ν’ αρνηθεί. Γι’ αυτό και ο Μακάριος, μη έχοντας σοβαρά, αντίθετα επιχειρήματα, αντέταξε κωμικά τέτοια περί ταυτόχρονης κατάργησης των βρετανικών βάσεων, περί διορισμού του ως αντιβασιλέως και τελικά περί αιμάτων, που… δεν θα άντεχε! Πέτυχε στο τέλος να μείνει εκτεθειμένος απέναντι στην Ιστορία επειδή δεν συνεργάστηκε έντιμα με την Ελλάδα στη δεδομένη συγκυρία, που ήταν αποτέλεσμα κοπιωδών, επιδεξιότατων προσπαθειών του Γεωργίου Παπανδρέου, ώστε να επιτευχθεί η Ένωσις, για την πραγματοποίηση της οποίας ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε ορκισθεί.
[20] L.B.J. Library, N.S.F., Country File, Box 122, Cyprus, Vol. 13, 363 secret, στο F.R.U.S. σ. 280-281 και Αρχείο Α. Ρ. Είναι σ’ αυτό το ίδιο έγγραφο που ο Αμερικανός πρέσβης στην Άγκυρα, Ρέυμοντ Χέαρ, αποκαλύπτει ότι έμεινε έκπληκτος όχι τόσο επειδή ο Φεριντούν Ερκίν, Υπ. Εξ. του Ινονού, του είπε ότι η Τουρκία παρά να υπογράψει 5% έδαφος με ενοίκιο προτιμούσε να μείνουν τα πράματα ως είχαν ή ακόμα καλύτερα να γινόταν η Ένωση χωρίς συμφωνία (“better let things go on as they are or even have enosis with no arrangement”), αλλά επειδή συνέχισε για να του πει ότι η Τουρκία ήλπιζε τώρα στην… ομοσπονδία! Κι όταν ο έκπληκτος Χέαρ τον ρώτησε από πού του κατέβηκε τέτοια ιδέα, ο Ερκίν απάντησε πως πάντως «δεν ήταν αποτέλεσμα συνομιλιών με τους Ρώσους»! «Αλλά εγώ», γράφει ο Χέαρ, «δεν είχα καθόλου υπονοήσει τους Ρώσους»! Πολύ σύντομα θ’ ακολουθούσε ρωσοτουρκική συμφωνία και στις 3 Δεκεμβρίου 1964 ο Υπουργός Εξωτερικών τής Σοβιετικής Ένωσης Αλεξέι Γκρομύκο θα μιλούσε στον Υπουργό Εξωτερικών τής Κύπρου Σπύρο Κυπριανού για «δύο κοινότητες» παρά το γεγονός ότι ο Κυπριανού τού «εξήγησε» ότι ο «εν λόγω όρος ήταν απαράδεκτος.» («Τα Κρίσιμα Ντοκουμέντα…», ο. π. Τόμος Γ’, σ. 48). Λίγο αργότερα, στις 21 Ιανουαρίου 1965 σε συνέντευξή του ο Γκρομύκο στην «Ιζβέστια» προχώρησε και ευθέως στην ομοσπονδία: «…Ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών έκαμεν ωσαύτως λόγον περί ομοσπονδιακής μορφής διακυβερνήσεως’ δια την Κύπρον…» (εφημερίδες Λευκωσίας «Πατρίς», «Ελευθερία», «Φιλελεύθερος» 22.1.1965). Η ομοσπονδία ήταν η πραγματική πολιτική τής Σοβιετικής Ένωσης, την οποία τόσο το ΑΚΕΛ όσο και ο Μακάριος πρόβαλλαν ως ανιδιοτελή σύμμαχο, μαχομένη δήθεν στο πλευρό τους υπέρ των δικαίων τού κυπριακού λαού και υπέρ, βεβαίως, τής… ατόφιας Ένωσης – το τελευταίο πράγμα που ήταν δυνατό να εξυπηρετήσει τούς σκοπούς τής Ρωσίας!
[21] D.S., C.F., POL 27 CYP, 462 secret (Αρχείο Α.Ρ.).
[22] L.B.J. Library, N.S.F., Country File, Box 122, Cyprus, Vol. 14, 387 secret και Αρχείο Α.Ρ.
[23] L.B.J. Library, N.S.F., Country File, Box 122, Cyprus, Vol. 14, 911 secret και Αρχείο Α.Ρ.
 http://www.antibaro.gr/