Το παραμύθι με τους πρώην αριστερούς
Κάποτε πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει αυτή η γελοιότητα της Αριστεράς, να χρεώνει πάντα τις αποτυχίες της σε «πρώην αριστερούς» επειδή φοβάται να αναλάβει την ευθύνη των λαθών της.
του Στέφανου Κασιμάτη
Για την ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ένα τόσο δα βηματάκι, ούτε που φαίνεται· για τον ίδιο όμως, ήταν ένα τεράστιο άλμα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος πια αναζητεί ευκαιρίες για να επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την προσπάθεια ελέγχου του ΔΟΛ από την κυβέρνηση, δήλωσε το εξής: «Η ιστορική πείρα μάς έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει χειρότερος ολοκληρωτισμός από αυτόν που επέβαλαν στους λαούς τους οι ποικιλώνυμοι πρώην αριστεροί». Εντούτοις, υπάρχει χειρότερος και είναι ο ολοκληρωτισμός της Αριστεράς – όλα εκείνα τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, λ.χ., που έραιναν τον διάσημο μουσικό με τιμές, βραβεία και διακρίσεις, τις οποίες εκείνος ασμένως απεδέχετο.
Κάποτε πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει αυτή η γελοιότητα της Αριστεράς, να χρεώνει πάντα τις αποτυχίες της σε «πρώην αριστερούς» επειδή φοβάται να αναλάβει την ευθύνη των λαθών της. Τι σημαίνει, επιτέλους, «πρώην αριστερός»; Ως τέτοιος μπορεί να θεωρείται κάποιος ο οποίος πέρασε από την Αριστερά, αλλά έχει πια απομακρυνθεί και βρίσκεται αλλού. Εκείνος, όμως, που εκλέγεται ως αριστερός και, στη συνέχεια, τα κάνει μαντάρα ως αριστερός, εξακολουθεί να είναι αριστερός και η αποτυχία του χρεώνεται στην Αριστερά. Δεν είναι το πρακτικό αποτέλεσμα της πολιτικής που έρχεται εκ των υστέρων να ορίσει την πολιτική ταυτότητα του δρώντος πολιτικού (αν πετύχει είναι αριστερός, αν αποτύχει είναι πρώην αριστερός, ψευδοαριστερός κ.λπ.). Είναι οι δηλωμένες προθέσεις του, βάσει των οποίων ασκεί πολιτική, αυτές που καθορίζουν την ταυτότητά του.
Δεν είναι, λοιπόν, μια πρώην Αριστερά αυτό το τσίρκο κυνισμού και ανικανότητας που έχουμε ως κυβέρνηση· είναι η κανονική, η πρώτη φορά Αριστερά: αυτή που εμείς εκλέξαμε και, προφανώς, μας αξίζει. Αν το διεθνές περιβάλλον δεν ευνοεί την Αριστερά ώστε να ανθήσει (αν, δηλαδή, οι Γερμανοί δεν μας δίνουν το πλεόνασμά τους για να περνάμε εμείς καλά...), αυτό δεν αλλάζει την ταυτότητα της Αριστεράς που μας κυβερνά· παραμένει η ίδια.
Η σχετική παράδοση, βέβαια, είναι μακρά στην Αριστερά. Στη Σοβιετία, φέρ’ ειπείν, όταν το σταλινικό καθεστώς ξεφορτωνόταν ένα γραφειοκράτη που είχε αποτύχει, τον καθάριζαν με την κατηγορία του προδότη ή του πράκτορα. Εφταιγε, δηλαδή, επειδή δεν ήταν γνήσιος κομμουνιστής· έφταιγε, επειδή δεν ήταν αντάξιος της ιδεολογίας του, η οποία ήταν απλώς τέλεια και φυσικά δεν μπορούσε να ευθύνεται. Είναι πολύ δυσάρεστο ότι αυτή η αντίληψη –σε ηπιότερη εκδοχή, ευτυχώς– επικρατεί στη χώρα μας και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτή η κυβέρνηση να αντιμετωπίζεται με εκπληκτική ανοχή παρά τα ανεκδιήγητα κατορθώματά της. Είναι επειδή η Αριστερά, είτε μας αρέσει είτε όχι, διατηρεί τη μαγεία της – και το εννοώ κυριολεκτικά, σχεδόν.
Αυτή η μαγεία οφείλεται σε ειδικούς λόγους – τους γνωστούς ιστορικούς λόγους, τους οποίους προσωπικώς συμπυκνώνω στη φράση «η βλακεία της ελληνικής Δεξιάς». Ενισχύεται όμως και από την επιταγή της πολιτικής ορθότητας (political correctness). Εδώ μου δίνεται η ευκαιρία (και βεβαίως την αρπάζω) να αναφερθώ στον σύγχρονο Γάλλο ιστορικό Pierre Manent, στο βιβλίο του οποίου «Οι μεταμορφώσεις της Πόλεως - Δοκίμιο για τη δυναμική της Δύσης» (εκδόσεις Πόλις) βρήκα μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία της πολιτικής ορθότητας. Εχει σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε την Αριστερά στην Ελλάδα, γι’ αυτό και την αναφέρω. Ο γλυκύτατος κ. Manent (παίρνω το θάρρος του χαρακτηρισμού, γιατί στη φωτογραφία ο Manent είναι φτυστός ο Ratatouille...) χτίζει μια ολόκληρη θεωρία για τη δυναμική της Δύσης, με άξονα τη σχέση λόγου και πράξης στον πολιτικό βίο. Υποστηρίζει ότι αυτό που βρίσκεται εν εξελίξει εδώ και χρόνια στη Δύση είναι η απομάκρυνση του λόγου από την πράξη και, ουσιαστικά, την αυτονόμηση του πρώτου.
«Τα τελευταία χρόνια», γράφει στο βιβλίο που προανέφερα, «ο πολιτικός λόγος αποδεσμεύτηκε προοδευτικά από κάθε ουσιώδη σχέση με την ενδεχόμενη πράξη. (...) Δεν περιμένουμε πλέον ο λόγος να συνδέεται με κάποια ενδεχόμενη πράξη· επομένως, αντιμετωπίζεται σοβαρά, σαν να ήταν ο ίδιος πράξη. (...) Η πρόοδος της ελευθερίας στη Δύση συνίστατο στο ότι τα λόγια μετρούνταν με το μέτρο των ορατών πράξεων. Το “πολιτικώς ορθό” συνίσταται στο να μετράει κανείς τα λόγια με το μέτρο των αόρατων προθέσεων». Ακριβώς έτσι αντιμετωπίζουμε την Αριστερά στην Ελλάδα. Η λέξη και μόνο φθάνει, γιατί ισοδυναμεί με πράξη. Μας αρκούν οι αόρατες προθέσεις της, που είναι οι καλύτερες. Ετσι, ακόμη και δεξιοί πολιτικοί –κατά κανόνα της λαϊκής Δεξιάς και συνήθως ηλίθιοι– συχνά ψέγουν την κυβέρνηση επειδή εξευτελίζει την έννοια της Αριστεράς, αντί να βοηθούν τον κόσμο να καταλάβει ότι αυτή είναι η Αριστερά.
Αν δεν ξεχωρίσουμε τη θεολογία από την πολιτική και δεν μπορέσουμε να δούμε και να κρίνουμε την Αριστερά από τις πράξεις της, δεν έχει νόημα να ελπίζουμε σε σωτηρία από την κρίση. Οσο εξακολουθεί να έχει δύναμη στην ελληνική κοινωνία η μαγεία της Αριστεράς, ούτε η αλλαγή κυβέρνησης ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Θεός αυτοπροσώπως μας σώζει. Παρ’ όλα αυτά και για να επανέλθω στο σημείο της εκκίνησης, νομίζω ότι πρέπει να πούμε ένα μπράβο στον Μίκη Θεοδωράκη, έστω και αν η βαθυστόχαστη διαπίστωσή του δεν σημαίνει τίποτε. Δεν πειράζει· κι ώς εδώ που έφθασε ο Μίκης Θεοδωράκης κάτι είναι και πρέπει να τον ενθαρρύνουμε...
Καθημερινή
Για την ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ένα τόσο δα βηματάκι, ούτε που φαίνεται· για τον ίδιο όμως, ήταν ένα τεράστιο άλμα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος πια αναζητεί ευκαιρίες για να επικρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την προσπάθεια ελέγχου του ΔΟΛ από την κυβέρνηση, δήλωσε το εξής: «Η ιστορική πείρα μάς έχει αποδείξει ότι δεν υπάρχει χειρότερος ολοκληρωτισμός από αυτόν που επέβαλαν στους λαούς τους οι ποικιλώνυμοι πρώην αριστεροί». Εντούτοις, υπάρχει χειρότερος και είναι ο ολοκληρωτισμός της Αριστεράς – όλα εκείνα τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, λ.χ., που έραιναν τον διάσημο μουσικό με τιμές, βραβεία και διακρίσεις, τις οποίες εκείνος ασμένως απεδέχετο.
Κάποτε πρέπει, επιτέλους, να σταματήσει αυτή η γελοιότητα της Αριστεράς, να χρεώνει πάντα τις αποτυχίες της σε «πρώην αριστερούς» επειδή φοβάται να αναλάβει την ευθύνη των λαθών της. Τι σημαίνει, επιτέλους, «πρώην αριστερός»; Ως τέτοιος μπορεί να θεωρείται κάποιος ο οποίος πέρασε από την Αριστερά, αλλά έχει πια απομακρυνθεί και βρίσκεται αλλού. Εκείνος, όμως, που εκλέγεται ως αριστερός και, στη συνέχεια, τα κάνει μαντάρα ως αριστερός, εξακολουθεί να είναι αριστερός και η αποτυχία του χρεώνεται στην Αριστερά. Δεν είναι το πρακτικό αποτέλεσμα της πολιτικής που έρχεται εκ των υστέρων να ορίσει την πολιτική ταυτότητα του δρώντος πολιτικού (αν πετύχει είναι αριστερός, αν αποτύχει είναι πρώην αριστερός, ψευδοαριστερός κ.λπ.). Είναι οι δηλωμένες προθέσεις του, βάσει των οποίων ασκεί πολιτική, αυτές που καθορίζουν την ταυτότητά του.
Δεν είναι, λοιπόν, μια πρώην Αριστερά αυτό το τσίρκο κυνισμού και ανικανότητας που έχουμε ως κυβέρνηση· είναι η κανονική, η πρώτη φορά Αριστερά: αυτή που εμείς εκλέξαμε και, προφανώς, μας αξίζει. Αν το διεθνές περιβάλλον δεν ευνοεί την Αριστερά ώστε να ανθήσει (αν, δηλαδή, οι Γερμανοί δεν μας δίνουν το πλεόνασμά τους για να περνάμε εμείς καλά...), αυτό δεν αλλάζει την ταυτότητα της Αριστεράς που μας κυβερνά· παραμένει η ίδια.
Η σχετική παράδοση, βέβαια, είναι μακρά στην Αριστερά. Στη Σοβιετία, φέρ’ ειπείν, όταν το σταλινικό καθεστώς ξεφορτωνόταν ένα γραφειοκράτη που είχε αποτύχει, τον καθάριζαν με την κατηγορία του προδότη ή του πράκτορα. Εφταιγε, δηλαδή, επειδή δεν ήταν γνήσιος κομμουνιστής· έφταιγε, επειδή δεν ήταν αντάξιος της ιδεολογίας του, η οποία ήταν απλώς τέλεια και φυσικά δεν μπορούσε να ευθύνεται. Είναι πολύ δυσάρεστο ότι αυτή η αντίληψη –σε ηπιότερη εκδοχή, ευτυχώς– επικρατεί στη χώρα μας και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτή η κυβέρνηση να αντιμετωπίζεται με εκπληκτική ανοχή παρά τα ανεκδιήγητα κατορθώματά της. Είναι επειδή η Αριστερά, είτε μας αρέσει είτε όχι, διατηρεί τη μαγεία της – και το εννοώ κυριολεκτικά, σχεδόν.
Αυτή η μαγεία οφείλεται σε ειδικούς λόγους – τους γνωστούς ιστορικούς λόγους, τους οποίους προσωπικώς συμπυκνώνω στη φράση «η βλακεία της ελληνικής Δεξιάς». Ενισχύεται όμως και από την επιταγή της πολιτικής ορθότητας (political correctness). Εδώ μου δίνεται η ευκαιρία (και βεβαίως την αρπάζω) να αναφερθώ στον σύγχρονο Γάλλο ιστορικό Pierre Manent, στο βιβλίο του οποίου «Οι μεταμορφώσεις της Πόλεως - Δοκίμιο για τη δυναμική της Δύσης» (εκδόσεις Πόλις) βρήκα μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία της πολιτικής ορθότητας. Εχει σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε την Αριστερά στην Ελλάδα, γι’ αυτό και την αναφέρω. Ο γλυκύτατος κ. Manent (παίρνω το θάρρος του χαρακτηρισμού, γιατί στη φωτογραφία ο Manent είναι φτυστός ο Ratatouille...) χτίζει μια ολόκληρη θεωρία για τη δυναμική της Δύσης, με άξονα τη σχέση λόγου και πράξης στον πολιτικό βίο. Υποστηρίζει ότι αυτό που βρίσκεται εν εξελίξει εδώ και χρόνια στη Δύση είναι η απομάκρυνση του λόγου από την πράξη και, ουσιαστικά, την αυτονόμηση του πρώτου.
«Τα τελευταία χρόνια», γράφει στο βιβλίο που προανέφερα, «ο πολιτικός λόγος αποδεσμεύτηκε προοδευτικά από κάθε ουσιώδη σχέση με την ενδεχόμενη πράξη. (...) Δεν περιμένουμε πλέον ο λόγος να συνδέεται με κάποια ενδεχόμενη πράξη· επομένως, αντιμετωπίζεται σοβαρά, σαν να ήταν ο ίδιος πράξη. (...) Η πρόοδος της ελευθερίας στη Δύση συνίστατο στο ότι τα λόγια μετρούνταν με το μέτρο των ορατών πράξεων. Το “πολιτικώς ορθό” συνίσταται στο να μετράει κανείς τα λόγια με το μέτρο των αόρατων προθέσεων». Ακριβώς έτσι αντιμετωπίζουμε την Αριστερά στην Ελλάδα. Η λέξη και μόνο φθάνει, γιατί ισοδυναμεί με πράξη. Μας αρκούν οι αόρατες προθέσεις της, που είναι οι καλύτερες. Ετσι, ακόμη και δεξιοί πολιτικοί –κατά κανόνα της λαϊκής Δεξιάς και συνήθως ηλίθιοι– συχνά ψέγουν την κυβέρνηση επειδή εξευτελίζει την έννοια της Αριστεράς, αντί να βοηθούν τον κόσμο να καταλάβει ότι αυτή είναι η Αριστερά.
Αν δεν ξεχωρίσουμε τη θεολογία από την πολιτική και δεν μπορέσουμε να δούμε και να κρίνουμε την Αριστερά από τις πράξεις της, δεν έχει νόημα να ελπίζουμε σε σωτηρία από την κρίση. Οσο εξακολουθεί να έχει δύναμη στην ελληνική κοινωνία η μαγεία της Αριστεράς, ούτε η αλλαγή κυβέρνησης ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Θεός αυτοπροσώπως μας σώζει. Παρ’ όλα αυτά και για να επανέλθω στο σημείο της εκκίνησης, νομίζω ότι πρέπει να πούμε ένα μπράβο στον Μίκη Θεοδωράκη, έστω και αν η βαθυστόχαστη διαπίστωσή του δεν σημαίνει τίποτε. Δεν πειράζει· κι ώς εδώ που έφθασε ο Μίκης Θεοδωράκης κάτι είναι και πρέπει να τον ενθαρρύνουμε...
Καθημερινή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου