Εγώ εξέφρασα έντονα την αντίδρασή μου, από τους πρώτους. Είμαι υπέρ του “όχι” σταθερά.
Και θα ξαναψηφίσω “όχι”. Ήμουν αντίθετη και στο ολονύχτιο γύρισμα της
ίδιας παραγωγής στην Ακρόπολη, για το οποίο όμως πήρε την άδεια κατά
πλειοψηφία. Θεωρώ ότι δεν συνάδουν τέτοιου είδους θέματα στους
συγκεκριμένους αρχαιολογικούς χώρους. Το ίδιο το νοηματικό περιεχόμενο
δεν ταιριάζει».
Ποιο μέλος του ΚΑΣ διατύπωσε την παραπάνω άποψη δικαιολογώντας την
αρνητική του ψήφο στο αίτημα του BBC να κάνει γύρισμα στον ναό του
Ποσειδώνα στο Σούνιο; Μήπως κανένα υπαλληλίδιο της πυρκαγιάς που
“τρούπωσε” στο Δημόσιο με μέσον; Όχι. Τη σκληροπυρηνική θέση
είχε η κ. Ελένη Μπάνου, προϊστάμενη της εφορείας αρχαιοτήτων Αθηνών. Η
αρχαιολόγος με το "βαρύ" βιογραφικό, που ξενάγησε τον Ομπάμα στην
Ακρόπολη.
Είναι καλή αρχαιολόγος η κ. Μπάνου; Προφανώς! Άρα τι φταίει και έδωσε αυτή τη στενόμυαλη απάντηση; Είναι απλό: το ότι ερωτήθηκε!
Μα, δεν θα έπρεπε για ένα τέτοιο θέμα να ερωτηθεί το ΚΑΣ; Όχι!
Κατηγορηματικά όχι! Διότι ο αρχαιολόγος βλέπει - και σωστά κάνει - το
θέμα "στενά", από τη δική του οπτική γωνία, που λέει ότι "εγώ τον
Παρθενώνα τον θέλω σύμβολο και όραμα, όχι σκηνικό ταινιών". Δεν
μπορεί, διότι δεν είναι δουλειά του αρχαιολόγου, να βάλει στον
λογαριασμό την τουριστική προβολή της Αθήνας και της χώρας ολόκληρης, τα
έσοδα από αυτή, τους φόρους από αυτά (από τους οποίους πληρώνεται και ο
μισθός του), την τόνωση της τοπικής και της εθνικής οικονομίας, την
αντιστροφή της ψυχολογίας στη χώρα μας που αισθάνεται αποκλεισμένη από
τον υπόλοιπο κόσμο, την επίδραση στην Οικονομία από αυτή την αντιστροφή
και πάει λέγοντας. Δεν είναι η δουλειά του να βλέπει τη μεγάλη εικόνα. Άρα ΚΑΚΩΣ ερωτάται το ΚΑΣ.
Την απόφαση θα έπρεπε να την παίρνει ο υπουργός, ή ένας εντεταλμένος
συνεργάτης του, με το ΚΑΣ σε ρόλο συμβούλου και ΜΟΝΟ σε τεχνικά θέματα,
αν για παράδειγμα η μεταφορά βαριών μηχανημάτων μπορεί να δημιουργήσει
προβλήματα στο μνημείο και πού.
Όχι όμως για το πώς η κάθε Μπάνου φαντάζεται το Σούνιο ή, ακόμα
περισσότερο, αν το σενάριο του έργου συμφωνεί ή όχι με τις πολιτικές
απόψεις των μελών του ΚΑΣ, διότι και αυτό ακούστηκε ως λόγος άρνησης ή
(θα θυμάστε την επίσης πρόσφατη περιπέτεια του Ελληνικού) για το αν
επιτρέπεται κτήριο της Αττικής να είναι υψηλότερο από την Ακρόπολη
μολονότι απέχει αρκετά χιλιόμετρα από αυτή. Δεν είναι αυτή δουλειά του
αρχαιολόγου, τέλος.
Στη Δημοκρατία, πολύ συχνά, όταν εκφέρονται ακατάλληλες απαντήσεις
είναι είτε διότι οι ερωτήσεις είναι κακές (ασαφείς, παροδηγητικές,
ελλιπείς) είτε διότι ερωτώνται οι λάθος άνθρωποι.
Γιατί όμως γίνεται αυτό; Διότι έχει προηγηθεί ένας κακός νόμος, όπως ο Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ A 153/28-06-2002) “Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς”.
Ο νόμος εκχωρεί στο ΚΑΣ αρμοδιότητα γνωμοδότησης για “θέματα που
αφορούν στην προστασία αρχαίων μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και
ιστορικών τόπων που αποτέλεσαν το χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών
γεγονότων έως το 1830.” Το προσέξατε; Ακόμα και μυθικών… γεγονότων
(sic)! (Αλλά μόνο μέχρι το 1830! Μεταγενέστερα μυθικά γεγονότα, τα
αναλαμβάνει άλλο συμβούλιο!) Θα έχεις λοιπόν ένα χωράφι στη Στυμφαλία
και θα έρθει το ΚΑΣ να σου πει ότι δεν μπορείς να το καλλιεργήσεις διότι
εκεί γεννούσαν οι Στυμφαλίδες Όρνιθες! Γιατί; Σου φαίνεται περίεργο; Τι
εννοούσε δηλαδή ο νομοθέτης όταν προσέθετε το “μυθικών γεγονότων”;
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός ο… μυθικών διαστάσεων νόμος μιλάει για
γνωμοδοτική λειτουργία του ΚΑΣ, η οποία δεν είναι αυτοδικαίως δεσμευτική
για την Κεντρική Διοίκηση. Πώς έγινε και από γνωμοδοτικό όργανο
μετετράπη σε de facto εκτελεστικό αυτό ας μας το εξηγήσει κάποιος. Διότι
“γνωμοδοτώ” σημαίνει λέω την άποψή μου και ο προϊστάμενός μου, ο ΥΠΠΟ
εν προκειμένω ή και ο πρωθυπουργός αν χρειαστεί, μπορεί και να μην την
λάβει υπόψη. Αν είναι υποχρεωμένοι ντε και καλά να πράξουν σύμφωνα με τα
κελεύσματα του ΚΑΣ, δεν μιλάμε για γνωμοδότηση αλλά για έγκριση.
Τις πταίει λοιπόν; Κατ΄αρχήν ο κακός νόμος. Ο οποίος αναθέτει
αρμοδιότητες σε θεσμικούς φορείς που δεν θα έπρεπε να τις έχουν, οι
οποίοι με τη σειρά τους παίρνουν αποφάσεις που δεν θα έπρεπε να πάρουν.
Και έτσι διώχνουμε και τους επενδυτές και τους κινηματογραφιστές και
τους πάντες που θα μπορούσαν να βάλουν πλάτη για να ξεκολλήσει η
οικονομία από το τέλμα. Ποιος όμως φταίει για τον κακό νόμο; Ο κακός,
δηλαδή ο ανεπαρκής, αδιάφορος ή και τα δύο, νομοθέτης. Και ποιος του
έδωσε το δικαίωμα να νομοθετεί; Ο κακός, δηλαδή ο ανεπαρκής αδιάφορος ή
και τα δύο, ψηφοφόρος. Αυτός που θα πληρώσει στο τέλος και τον μισθό και
το “όχι” της κάθε Μπάνου. Διότι εσύ μπορεί να μην ασχολείσαι με την
πολιτική, ασχολείται όμως εκείνη με σένα, και μάλιστα με ένα σενάριο
χιλιοπαιγμένο: αυτή κάνει τα λάθη, εσύ τα πληρώνεις.