26 Οκτ 2018

Η ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Πριν λίγες μέρες κατά τη διάρκεια μιας εκκαθάρισης στη βιβλιοθήκη μου, έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο με βελούδινο κάλυμμα.
   Ηταν ένα παλιό κοριτσίστικο  «Λεύκωμα» που η μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου είχε δωρίσει  στη μικρότερη αδελφή τους ,τη Μιμή για τη γιορτή της στις 26 Οκτώβρη του 1943. Με συγκίνηση αλλά και περιέργεια κάθισα να το ξεφυλλίσω, όχι μόνο γιατί μου θύμισε αγαπημένα μου πρόσωπα που δεν βρίσκονται πια στη ζωή, αλλά και για να σχηματίσω μια ιδέα για τα πιστεύω και τα όνειρα της  ελληνικής νεολαίας  στην Αθήνα της  μαύρης και ταραγμένης εκείνης εποχής και τον τρόπο που αντιμετώπιζε τη Γερμανική κατοχή.
   Όλα τα κείμενα  γραμμένα με μαύρο ή μπλε μελάνι με πέννα «Χ» ή «Καμπουρίτσα» και συνοδευόμενα από ρομαντικά ψευδώνυμα, ήσαν άψογα γραμματικά και συντακτικά  και τα διέκρινε μια ξεχωριστή  ευγένεια και ευπρέπεια όχι μόνο στις αισθηματικές εξομολογήσεις αλλ’ ακόμα και στα τσουχτερά πειράγματα που αντάλλασαν μεταξύ τους οι γράφοντες, όλοι νέες και νέοι μεταξύ 17 και 25 χρονών .
  Από τις απαντήσεις τους στα συνήθη ερωτήματα των λευκωμάτων της εποχής αναδύεται ολοφάνερα το πνεύμα αισιοδοξίας που επικρατούσε παρά τις δραματικές συνθήκες που βίωναν. Εξακολουθούν να χαίρονται τη ζωή και να κάνουν όνειρα για το μέλλον παρόλο που λογικά δεν διαγραφόταν  ευοίωνο. Π.χ.  εκφράζουν την αγάπη τους για το χορό και τα πάρτυ, τα περίφημα « σουρπράϊζ  πάρτυ»  της κατοχής που γίνονταν στην καλύτερη περίπτωση με ρεφενέ στραγάλια και σταφίδες  και με τη αγωνία της απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Ονειρεύονται  μακρινά ταξίδια, πετυχημένες επαγγελματικές  καριέρες και βέβαια   επιτυχίες στον έρωτα και μια ζωή ευτυχισμένη με το πρόσωπο που αγαπούν. Τους συγκινεί η τέχνη  με προεξάρχουσα τη μουσική και γενικά δείχνουν στην πλειονότητά τους  ιδιαίτερα καλλιεργημένοι και φιλοσοφημένοι.
    Εκείνο που μου έκανε όμως εντύπωση και με συγκίνησε είναι το διάχυτο πατριωτικό αίσθημα που τους διακρίνει όλους. Στην ερώτηση  «τι αγαπάτε  περισσότερο;»    η απάντηση  που κυριαρχεί είναι «την Ελλάδα τη γλυκειά μας πατρίδα» και στην ερώτηση          « ποια τα όνειρά σας»   οι απαντήσεις είναι ένα κρεσέντο αγνού πατριωτισμού: « να λευτερωθούμε», « να δω την Ελλάδα μας δοξασμένη», « τώρα ένα μόνο όνειρο έχω, να δω την Ελλάδα μας ελεύθερη κι ευτυχισμένη», « να ζήσουμε λεύτεροι σε μια κοινωνία πιο μορφωμένη, ανώτερη και δίκαια», « να βγούμε  νικηταί από τον αγώνα που διεξάγουμε».
    Ωστόσο  στην ερώτηση « πώς νοιώθετε τη ζωή;» υπάρχουν και απαντήσεις που αντικατοπτρίζουν τις δύσκολες συνθήκες της εποχής: « όπως είναι σήμερα; Μαύρη ίσως  από τη… μαύρη αγορά», « έτσι που μας την κατάντησαν καλλίτερα να’  λειπε!». Αντίβαρο όμως στη θλιβερή πραγματικότητα της ζωής στην κατοχή  οι ύμνοι  στη φιλία και την ελπίδα που όπως χαρακτηριστικά γράφει κάποιος είναι «μια χρυσή ακτίνα στο σκοτάδι και στην απελπισία του σήμερα».
    Και ναι, οι συγκεκριμένοι νέοι  του 1943 ίσως διατηρούσαν ακόμη  εν μέρει την ανεμελιά, το κέφι  και το σφρίγος της ηλικίας τους. Υπάρχει όμως και μια απάντηση που με συγκλόνισε. Στην ερώτηση «πού έχετε τις ωραιότερες αναμνήσεις ;» κάποιος απαντά « στα μπουντρούμια της οδού Μέρλιν». Δεν ξέρω ποιος κρυβόταν πίσω απ’ το ψευδώνυμο                          « προσωρινός Καλλιθεάτης». Ξέρω όμως από τις διηγήσεις των γονιών μου ότι ένα παλληκάρι  της παρέας που μετείχε ενεργά στην αντίσταση συνελήφθη απ’ τους Γερμανούς  που τον βασάνισαν και τελικά τον κρέμασαν στο δρόμο για τη Ραφήνα μαζί με άλλους πατριώτες. Τον είχε καταδώσει κάποιος  επίσης  της ίδιας παρέας, αυτός που συνήθως στα πάρτυ έφερνε  εκλεκτά εδέσματα και που  βρέθηκε μια μέρα νεκρός μέσα σ’ ένα καρότσι  στην πλατεία της Καλλιθέας  με μια σφαίρα στο κεφάλι  και μια ταμπέλα  που έγραφε « έτσι τελειώνουν οι προδότες». Αραγε ποιος απ’ τους δύο ήταν  το θύμα και ποιος ο θύτης;
     Τα πρόσωπα του λευκώματος είναι ένα κομμάτι  της νεολαίας μιας αστικής περιοχής της Αθήνας της κατοχής που ανδρώθηκε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και κυρίως στην επαρχία όπου  επικρατούσαν άλλες συνθήκες σίγουρα διαμορφώθηκαν διαφορετικές συμπεριφορές. Γεγονός αναμφισβήτητο όμως  είναι ότι στο σύνολό τους  οι νέοι της εποχής  οργανωμένοι ή μη στην αντίσταση, διακινδύνευαν τη ζωή τους  γράφοντας στους τοίχους συνθήματα και μοιράζοντας προκηρύξεις εναντίον των κατακτητών.
     Σήμερα; Σήμερα κάποιοι  κατ’ ευφημισμόν «προοδευτικοί νεολαίοι» σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας  που αγγίζει τα όρια της ασυδοσίας , μουτζουρώνουν ανεμπόδιστα και βεβηλώνουν τοίχους, ιδρύματα και μνημεία και πετούν «τρικάκια» επιτιθέμενοι συλλήβδην εναντίον δικαίων και αδίκων. Τότε,  ο Γλέζος κι ο Σάντας  αμούστακα παλληκαρόπουλα   γκρέμισαν τη σβάστικα απ’ τον ιερό βράχο της Ακρόπολης  σαλπίζοντας σ’ όλη την υπόδουλη Ευρώπη το μήνυμα της αντίστασης στο φασισμό. Τώρα,  το κάψιμο της σημαίας θεωρείται εν πολλοίς πράξη αντίστασης, εναντίον ποιου «εχθρού» τάχα; Η ελεύθερη,  δημοκρατική  πολιτεία μας δεν παίρνει κανένα απολύτως  μέτρο, οι πνευματικοί μας ταγοί σιωπούν και κανείς δεν διαμαρτύρεται ουσιαστικά λες κι έχουμε περιέλθει σε μια κατάσταση ομαδικής ύπνωσης. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου για την ηρωική γενιά της κατοχής αποτελεί ύβρη.
   Οι νεολαίοι της κατοχής  είχαν όραμα και ελπίδες για ένα καλύτερο  αύριο για τους ίδιους και τον τόπο. Οι σημερινοί , όσοι βέβαια παραμένουν στην Ελλάδα και δεν έχουν πάρει των ομματιών τους  γι’ άλλες πατρίδες, τι οραματίζονται άραγε; Εύχομαι και ελπίζω να τους διέπει το ίδιο πνεύμα  με τους πρώτους. Αλλιώς φοβάμαι ότι  το μέλλον της χώρας μας δεν προδιαγράφεται  φωτεινό. Μακάρι να διαψευστώ.

 Βαρβάρα Ταβλαρίδου Μπακάλη