Το πρόβλημα είναι βαθύτερο, από αυτό που μας σερβίρουν τα κανάλια, οι συνδικαλιστές και οι πολιτικοί. Απλά εμείς για να λαϊκίσουμε, το περιορίζουμε στις κενές θέσεις και στις χαμηλές αποδοχές των εκπαιδευτικών μας.
Ξεκίνησε χθες η σχολική χρονιά και, όπως κάθε -μα κάθε...- χρόνο είπαμε τα ίδια και τα ίδια.
Διαπιστώσαμε για μια ακόμη φορά τα χάλια της παιδείας μας και -για να λαϊκίσουμε κιόλας- τα αποδώσαμε στις κενές θέσεις δασκάλων και καθηγητών, καθώς και στους χαμηλούς μισθούς των εκπαιδευτικών μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πράγματι, υπάρχουν κενές θέσεις καθηγητών-δασκάλων που μέχρι να καλυφθούν, θα περάσουν ένας-δυο μήνες. Κακό αυτό.
Πράγματι επίσης, οι αποδοχές των Ελλήνων εκπαιδευτικών είναι χαμηλές. Με βάση τα στοιχεία (βλέπε Education at a glance 2014) οι σχετικοί μισθοί στην Ελλάδα είναι περίπου κατά 33% μικρότεροι από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Επίσης κακό αυτό, γιατί με τέτοιους μισθούς, δεν μπορείς να ελπίζεις σε καλό επίπεδο παιδείας.
Από την άλλη πλευρά όμως, την ίδια ακριβώς ανεπάρκεια παρουσίαζε το ελληνικό σύστημα εκπαίδευσης π.χ. και το 2008, όταν ο αριθμός των καθηγητών ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον σημερινό και όταν οι αμοιβές των Ελλήνων εκπαιδευτικών ήταν κατά 34% υψηλότερες από τις τρέχουσες.
Άρα το πρόβλημα είναι βαθύτερο, από αυτό που μας σερβίρουν τα κανάλια, οι συνδικαλιστές και οι πολιτικοί. Τρανή απόδειξη, ότι από τα σχολεία της δεκαετίας του 1960 και του 1970 (με τους εξήντα-εβδομήντα μαθητές ανά τάξη, με αίθουσες χωρίς θέρμανση και με τους δασκάλους πάμπτωχους) αποφοιτούσαν άτομα με πολύ καλύτερη γνώση ελληνικών σε σχέση με σήμερα*...
Πού λοιπόν υπάρχει το πρόβλημα;
Πρώτον, αλλά όχι και κυριότερο, στις λίγες ώρες διδασκαλίες. Η Ελλάδα έχει πολύ μικρή σχολική περίοδο και οι Έλληνες εκπαιδευτικοί λίγες ώρες απασχόλησης. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη έκθεση, ο καθηγητής στην Ελλάδα διδάσκει 415 ώρες τον χρόνο, σε σχέση με τις 694 ώρες στον ΟΟΣΑ και με τις πάνω από 1.000 στις ΗΠΑ. Αντίστοιχες είναι οι συγκρίσεις για τα δημοτικά και τα λύκεια.
Στην πράξη, η ψαλίδα στις ώρες διδασκαλίας σε σχέση με το εξωτερικό, είναι ακόμη μεγαλύτερη αν κάποιος συνυπολογίσει τις κενές θέσεις που προαναφέραμε, τις συχνές απεργίες, τις «παραδοσιακές» καταλήψεις που υποκινούν τα κόμματα και οι συνδικαλιστές, τις συναντήσεις των εκπαιδευτικών εν ώρα υπηρεσίας, τις εκδρομές και την... θερινή ραστώνη που στα ελληνικά σχολεία ξεκινάει -κόντρα στο ανοιξιάτικο του κλίματος...- αμέσως μετά το Πάσχα.
Το δεύτερο -και πολύ μεγαλύτερο- πρόβλημα είναι το ανέλεγκτο του συστήματος. Το αν και τι ποιότητας μάθημα γίνεται, εξαρτάται κάθε φορά από την... φιλοπατρία και τις ικανότητες κάθε εκπαιδευτικού. Ουδείς ουσιαστικός έλεγχος, από κανέναν. Έτσι, υπάρχουν ταυτόχρονα, από τη μια πλευρά εκπαιδευτικοί-ήρωες και από την άλλη, συνάδελφοί τους που είναι πανάκριβοι ακόμη και αν τους μειώσεις το μισθό σε επίπεδα Μπαγκλαντές...
Ένα τρίτο σοβαρό πρόβλημα είναι η απουσία -με κάποιες εξαιρέσεις- καλών βιβλίων. Να τονίσουμε πως η ύπαρξη καλών ή κακών βιβλίων δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά θέμα πολιτικής βούλησης. Είναι τόσο μεγάλη η παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος (βλέπε βόλεμα ημετέρων) και η ανικανότητα της κρατικής μηχανής, έτσι ώστε εδώ και δεκαετίες να μην μπορούμε να έχουμε «έξυπνα» και «εύληπτα» βιβλία.
Και ερχόμαστε τώρα, στο μεγαλύτερο πρόβλημα. Την απουσία προσανατολισμού. Ως κοινωνία και ως κράτος δεν έχουμε αποφασίσει τον χαρακτήρα που θέλουμε να έχει η δευτεροβάθμια εκπαίδευσή μας.
Θα προσφέρει ένα σετ γενικών γνώσεων που χρειάζεται κάθε αυριανός πολίτης; Θα αποτελεί ένα στάδιο προετοιμασίας ενόψει εισόδου ενός ατόμου στο πανεπιστήμιο; Θα προετοιμάζει τους μαθητές προκειμένου να μπορούν να βρουν κάποιες δουλειές αμέσως μετά το Λύκειο; Η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως τίποτε από αυτά δεν γίνεται. Απλά, παπαγαλία και... άγιος ο Θεός.
Με άλλα λόγια δηλαδή, αν δεν καταλήξουμε στο τι δευτεροβάθμια εκπαίδευση θέλουμε (άρα τι μαθήματα θα διδάσκονται και από πόσο), αν δεν προσαρμόσουμε τους εκπαιδευτικούς προς την κατεύθυνση που επιλέξαμε, αν δεν αποκτήσουμε καλά και εύληπτα βιβλία και -φυσικά- αν δεν ελέγξουμε-αξιολογήσουμε το διδακτικό προσωπικό, τότε η υπόθεση είναι χαμένη.
Αν δεν γίνουν προηγουμένως όλα αυτά, όσα λεφτά και να ρίχνει το κράτος, θα πάνε και αυτά στην μαύρη τρύπα, ή αν θέλετε στον... τρύπιο κουμπαρά της δημόσιας παιδείας.
ΥΓ1: Φαντάζεστε το επίπεδο των αποφοίτων λυκείου της Ελλάδας αν δεν υπήρχαν τα φροντιστήρια και οι ιδιωτικές σχολές ξένων σχολών;
ΥΓ2: Η τρόικα που θεωρεί ως απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές τις ημερομηνίες λήξης του γάλακτος και το ζύγι των φουρναραίων, γιατί δεν άνοιξε το στόμα της για το ζήτημα της παιδείας, όπου η πλειονότητα των νοικοκυριών καταβάλει έως και χίλια ευρώ κάθε μήνα;
• Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του Β' Γυμνασίου Αθηνών (η σημερινή «Βίλα Αμαλία») όπου μέσα σε περιβάλλον παροιμιώδους φτώχειας, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια αποφοίτησαν πολλές από τις μετέπειτα προσωπικότητες της χώρας.
Στέφανος Kοτζαμάνης
Euro2Day
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου