Παθαίνει, ας πούμε, μια χοντρή ζημιά η μηχανή του αυτοκινήτου σου. Δεν παίρνει μπρος με τίποτε, και το πας σε ένα συνεργείο που μόλις άνοιξε στη γειτονιά. Δεν έχεις ξαναπάει, δεν ξέρεις τι σόι δουλειά κάνουν, αλλά μαθαίνεις ότι είναι πρόσχαροι και χαμογελαστοί και χρεώνουν λίγο. Το βλέπουν, είναι ένα μοντέλο 15ετίας, 1200 κυβικά και σε ρωτάνε: σε πόσο κάνει τα 0-100; “Έ, δεν το πήρα για ράλυ, να μην τα κάνει σε 15-20 δεύτερα;” απαντάς. “Τόσο αργό είναι;” εκπλήσσονται. “Εμείς θα στο φτιάξουμε να πιάνει τα 100 σε 3’! Έλα αύριο να το πάρεις!”
Παραξενεύεσαι από το υπερβολικό της υπόσχεσης, δεν το πιστεύεις, αλλά δεν λες τίποτε. Έχουν τόση σιγουριά που σε καθηλώνουν, είναι κι άλλοι πελάτες εκεί κι αφήνουν τα αυτοκίνητά τους, μεγαλύτερα από το δικό σου και πιο καινούργια, λες κάτι θα ξέρουν, ας περιμένω να δω. Ξαναπάς, λοιπόν, την επόμενη και σου λένε: “έτοιμο!” “Τι είχε;” ρωτάς. “Υπερβολικό βάρος”, σου λένε με την αρχική σιγουριά. “Το ελαφρύναμε! Να, βγάλαμε όλα αυτά τα σίδερα που το εμπόδιζαν να τρέξει.” Και σου δείχνουν τη μηχανή που δεν βρίσκεται πλέον κάτω από το καπώ αλλά πεταμένη σε μία γωνία. Τρελλαίνεσαι! Βρίσκεις την ψυχραιμία να ρωτήσεις: “Και το οδηγήσατε καθόλου έτσι… ξαλαφρωμένο;” “Όχι”, σου απαντούν, “θα το οδηγήσεις τώρα εσύ”. Ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι σου. “Χωρίς μηχανή δεν μπορεί κινηθεί, ρε ηλίθιοι!” Έχεις βγει από τα ρούχα σου. “Αλήθεια;” ρωτούν χαμογελαστά χωρίς καμμία ταραχή, και συνεχίζουν: “Πάντως να ξέρεις ότι εμείς είχαμε όραμα να έχεις ένα πολύ γρήγορο αυτοκίνητο. Δεν μας αρέσει που δεν τσουλάει τώρα, υποφέρουμε… Μήπως να βγάζαμε και τις ρόδες να ελαφρύνει ακόμα περισσότερο;”
Σε ρωτάω λοιπόν: σε ποια φάση της δοσοληψίας κατάλαβες ότι έχεις να κάνεις με διανοητικά καθυστερημένους; Τώρα που σού βγάλαν τη μηχανή ή πριν που σού έταξαν ότι ένα χιλιοδιακοσάρι θα επιταχύνει πιο γρήγορα από Λαμποργκίνι; Φταίνε αυτοί που σου διέλυσαν το αυτοκίνητο, ή εσύ που εμπιστεύθηκες ηλίθιους;
Αυτή είναι η αριστερά. Το πρόβλημά της δεν είναι πολιτικό. Είναι εγκεφαλικό. Έχουν καθηλωθεί σε μια παιδική ηλικία αντίληψης του κόσμου, ανάγοντας την επιθυμία τους σε δεδομένο. Το χειρότερο είναι ότι όταν προσπαθείς να τους πεις ότι ο κόσμος είναι διαφορετικός από το ροζ συννεφάκι τους, θεωρούν ότι ΘΕΛΕΙΣ ο κόσμος να είναι έτσι. Kαι το θέλεις γιατί είσαι κακός, εκπρόσωπος ξένων συμφερόντων, δούλος των αφεντικών, ανάλγητος, μισάνθρωπος, είσαι ο Βελζεβούλ προσωποποιημένος.
Έ, όχι λοιπόν, σύντροφοι. Εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχει Έλληνας που να μην θέλει η χώρα του να είναι πλούσια. Που να μην χαίρεται όταν ο ίδιος και οι συμπολίτες του προκόβουν. Η γνωστή οπτική του “να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα” είναι η αποτύπωση της αντίδρασης του απελπισμένου φτωχού, ειδικά αν έχει καταλάβει ότι πολλοί γείτονες τις κατσίκες τους τις απέκτησαν όχι με τη δουλειά τους αλλά με γνωριμίες, ρουσφέτια, διορισμούς και ηγεμονικές συντάξεις από τα 50. Όμως αν εσύ έχεις ένα κοπάδι από κατσίκες, σε ενοχλεί να έχει κι ο γείτονας ακόμα ένα; Όλοι λοιπόν θέλουμε την ευημερία μας. Το θέμα είναι ότι κάποιοι ξέρουν πώς γίνεται αυτό στον πραγματικό κόσμο και κάποιοι φαντασιώνονται τον εαυτό τους στη χώρα των θαυμάτων όπου με έναν νόμο κι ένα άρθρο φυτρώνουν λεφτόδενδρα. Φυσικά, δεν δέχονται να κριθούν σε επίπεδο αποτελέσματος αλλά προθέσεων, διότι, είπαμε, αυτοί είναι καλοί άνθρωποι ενώ εσύ είσαι κάθαρμα.
Έτσι, στο απλοϊκό μυαλό του αριστερού, το e-mail Χαρδούβελη προέκυψε επειδή ξύπνησε ένα πρωί ο κακός Σαμαράς και είπε: «τι να κάνω σήμερα για να τυραννήσω κι άλλο τους Έλληνες; Δεν παίρνω κανένα δις μέτρα;» «Να τα κάνουμε 900 εκατομμύρια, να μην φανούν πολλά;» του είπε ο κακός Χαρδούβελης που έτυχε να περνάει από κει. Όπερ και εγένετο. Ενώ ο καλός Τσίπρας δεν κρίνεται από το ότι τα 900 εκατομμύρια, τα έκανε 9 δις και πάει φουλαριστός για 19. Κρίνεται επειδή δεν ήθελε ούτε τα 900. Δεν κρίνεται για την τεκτονική καταστροφή της χώρας που προκάλεσε σε λίγους μόνο μήνες. Κρίνεται επειδή στενοχωριέται. Ο Μουζάλας δεν κρίνεται από το ότι η χώρα έχει αποκλειστεί από τη Δύση και απομονωθεί πολιτικά και τα δισεκατομμύρια της ζημιάς τα πληρώνουν ήδη οι εταιρείες που πλήττονται και οι εργαζόμενοι που χάνουν τη δουλειά τους, όλοι του ιδιωτικού τομέα φυσικά. Κρίνεται επειδή «αγαπάει» τους μετανάστες. Φως φανάρι: όσοι ζητούν να ανοίξει η σιδηροδρομική γραμμή, τους μισούν. Το μυαλό του Μουζάλα δεν μπορεί να ζυγίσει δυο πράγματα: το ανθρωπιστικό κέρδος, έτσι όπως το αντιλαμβάνεται τουλάχιστον, από την μη επέμβαση στην Ειδομένη και τη ζημιά της χώρας από την παράταση της κατάληψης. Οι μετανάστες είναι καλοί, οι εκπρόσωποι της ιδιωτικής οικονομίας, εργοδότες κι εργαζόμενοι, κακοί. Το ότι χάνουν τις δουλειές τους το βλέπει και σαν θεία δίκη.
Στο πολιτικό μας παραμύθι με το οποίο νανουρίσαμε γενιές και γενιές μέχρι που έπεσαν σε μόνιμο λήθαργο, οι ρόλοι είναι φιξαρισμένοι: κοκκινοσκουφίτσα αριστερά, λύκος δεξιά. Τέλος. Δεν αλλάζει αυτό. Και δεν αλλάζει διότι ο εγκέφαλος του αριστερού έχει ατροφήσει από το μαρξιστικό junk food και είναι αδύνατον πια να διαχειριστεί την πραγματικότητα. Κι όπως όλα τα παιδάκια, μισεί αυτούς που του λένε ότι δεν υπάρχει Αη Βασίλης. Προσπαθεί να τον επανακατασκευάσει με τη μορφή του κράτους. Υπάρχει ανεργία; Το κράτος θα σε προσλάβει. Υπάρχει φτώχια; Το κράτος θα σε στηρίξει! Υπάρχει ύφεση; Το κράτος θα φέρει ανάπτυξη. Χρειάζεσαι δώρα; Θα σου τα δώσει το κράτος. Το πού θα βρει τα λεφτά (αλλά και τις ικανότητες!) το κράτος να τα κάνει όλα αυτά δεν τον απασχολεί. Ρώτησε ποτέ κανένα τρίχρονο για τα logistics του Άη Βασίλη; Την εξώφθαλμη αντίφαση αριστεράς (που είναι εκ ορισμού διεθνιστική) και κρατισμού (που είναι εξ ορισμού... κρατικός!) ο αριστερός δεν την αντιλαμβάνεται. Άλλωστε, αν η ΕΣΣΔ είχε καταφέρει να νικήσει τον δαίμονα του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, θα είχε ριζώσει σε όλη τη γη μια μεγάλη κρατική σοβιετική δρυς. Ο αριστερός φαντασιώνεται την ελληνική σοβιετία ως το μπονζάι της. Φυσικά το μόνο που κατάφερε είναι να μετατρέψει την Ελλάδα σε ξερόκλαδα που μόνο για προσάναμα κάνουν. Αλλά μην τον κατηγορείτε. Δεν είχε αυτή την πρόθεση.
Θάνος Τζήμερος Marketnews
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου