του Νικολάου Στεφανίδη*
Η Ευρώπη βιώνει εδώ και πάνω από έναν χρόνο περίπου την μεγαλύτερη μεταναστευτική της κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο μετανάστες, προερχόμενοι από μη ευρωπαϊκές χώρες, πήραν το δρόμο τους προς τη Γερμανία μόνο κατά το παρελθόν έτος. Μερικοί είναι πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο από τη Συρία και το Ιράκ, αλλά τώρα φαίνεται ότι ένας σημαντικός αριθμός, το 60 τοις εκατό περίπου, είναι οικονομικοί μετανάστες από τη Βόρεια Αφρική, το Αφγανιστάν και τη Μέση Ανατολή, οι οποίοι απλά αναζητούν καλύτερες προοπτικές στην Ευρώπη.
Η
Ευρωπαϊκή Ένωση, χάρη στην κοινή συνοριακή πολιτική της, είναι
συγκλονισμένη και παράλυτη, διότι στα σύνορά της έχει αποδειχθεί ότι
είναι τόσο ισχυρή όσο το πιο αδύναμο μέλος της. Μόλις εισέλθουν στο
εσωτερικό της Ε.Ε., οι μετανάστες μπορούν να ταξιδέψουν σε όποια χώρα
επιθυμούν εντός του φιλόξενου εσωτερικού της περιοχής Σένγκεν των 26
κρατών. Ορισμένες χώρες, σε πείσμα των κανόνων της Ε.Ε., έχουν επιβάλει
ελέγχους μονομερώς στα σύνορα, καθώς χιλιάδες άλλοι μετανάστες φτάνουν
καθημερινά από την Τουρκία και αλλού.
Οι
Ευρωπαίοι ηγέτες, φυσικά, προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη σοβαρότητα της
κρίσης, της οποίας τις διασπαστικές επιδράσεις της είναι αδύνατον να
αγνοήσουμε. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2016 σε πόλεις σε όλη τη
Γερμανία, συμμορίες μουσουλμάνων Αράβων και Βορειοαφρικανών, μερικοί από
τους οποίους αργότερα ανακαλύφθηκε ότι είναι αιτούντες άσυλο, λήστεψαν
και κακοποίησαν σεξουαλικά εκατοντάδες γυναίκες. Πριν ολοκληρώσει την
έρευνά της η αστυνομία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έσπευσε να δηλώσει ότι δεν
υπήρχε «καμμία σχέση» μεταξύ της μεταναστευτικής κρίσης και των
επιθέσεων, καθώς τα περιστατικά ήταν απλώς “ένα θέμα δημόσιας τάξης”.
Φοβούμενη δε μια ξενοφοβική αλυσιδωτή εξάπλωση η ίδια η Επιτροπή
αυτονακηρύχθηκε “η φωνή της λογικής”.
Τέτοιες
συζητήσεις έγιναν κατά κόρον στην Ευρώπη κατά το παρελθόν έτος. Αλλά
είναι πλέον η εδραία πεποίθηση ενός ολοένα αυξανόμενου αριθμού Ευρωπαίων
το ότι οι κυβερνήσεις τους μπορούν, αλλά δεν επιθυμούν να σταματήσουν
τη ροή των μεταναστών. Μια δημοσκόπηση του περασμένου Φεβρουαρίου έδειξε
ότι το 58 τοις εκατό των Γερμανών θέλουν συνοριακούς ελέγχους για να
κρατήσουν έξω τους μετανάστες, ακόμη και αν αυτό πλήττει την οικονομία,
και περισσότεροι από τους μισούς δεν πιστεύουν ότι θα είναι δυνατή η
ενσωμάτωση των μεταναστών στη γερμανική κοινωνία. Σε όλη την ευρωπαϊκή
ήπειρο, οι πολιτικοί ηγέτες χάνουν τη λαϊκή υποστήριξη και το ποσοστό
έγκρισης. Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ φερ’ ειπείν ήδη τον
περασμένο Μάρτιο βρισκόταν σε ένα ιστορικό χαμηλό τεσσάρων ετών, με μόνο
το 46 τοις εκατό των Γερμανών να την υποστηρίζουν (από το υψηλότατο 75
τοις εκατό τον Απρίλιο του 2015), ενώ σήμερα το αντιμεταναστευτικό
εθνικιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) καταγράφει ποσοστά
της τάξης του 15% σε παγγερμανικό επίπεδο και οι Χριστιανοδημοκράτες της
Μέρκελ πέφτουν σε νέα δημοσκόπηση στην περιοχή του 29,5%, με τα ποσοστά
τους να εμφανίζονται στο ναδίρ των τελευταίων ετών. Στη Γαλλία όλο και
περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Φρανσουά Ολάντ θα μπορούσε
ενδεχομένως να χάσει τις προεδρικές εκλογές του 2017 από την δεξιά
εθνικίστρια ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, υπό το βάρος της
μεταναστευτικής κρίσης. Το πρόβλημα για τους ηγέτες της Ευρώπης, όπως ο
Βρετανός συγγραφέας Douglas Murray έγραψε πρόσφατα στο συντηρητικό
εβδομαδιαίο βρετανικό περιοδικό “The Spectator”, είναι ότι οι ψηφοφόροι απλά δεν πιστεύουν ότι θέλουν ή ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι.
Όλα αυτά φέρνουν στο νου ένα μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα Ζαν Ρασπάιγ (Jean Raspail), το “Στρατόπεδο των Αγίων”,
μια αποκαλυπτική ιστορία για την κατάρρευση του ευρωπαϊκού
πολιτισμού. Ο Ζαν Ρασπάιγ γεννήθηκε στη Γαλλία το 1925. Στη μακρά
διαδρομή της ζωής του υπήρξε ταξιδιώτης, εξερευνητής και βραβευμένος
συγγραφέας. Το 1950-52 οδήγησε την γαλλική εξερευνητική αυτοκινητοπομπή
που διέσχισε την αμερικανική ήπειρο από τη Γη του Πυρός έως την Αλάσκα,
ενώ το 1954 ηγήθηκε της γαλλικής εξερευνητικής και ανθρωπολογικής
αποστολής στη Γη των Ίνκας στη Ν. Αμερική. Τον έχουν πολλές φορές
περιγράψει ως ένα ψηλό άντρα με στρατιωτικό παράστημα και
παραδοσιοκράτη. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία εμπνευσμένα από τον
παραδοσιακό συντηρητικό ρωμαιοκαθολικισμό (ο ίδιος είναι πιστός
παραδοσιοκράτης ρωμαιοκαθολικός και φιλοβασιλικός), στα οποία
καταδεικνύεται η ιδεολογική αποτυχία του κομμουνισμού και του
φιλελευθερισμού και τελικώς η παραδοσιακή ρωμαιοκαθολική μοναρχία
παλινορθώνεται. Για παράδειγμα στο μυθιστόρημά του “Sire” (1990)
ένας Γάλλος βασιλιάς, ο 18χρονος Φίλιππος Φαραμόνδος των Βουρβόνων,
στέφεται στον καθεδρικό της Ρενς τον Φεβρουάριο του 1999, ως απευθείας
απόγονος των τελευταίων Γάλλων βασιλέων. Το 1981, το μυθιστόρημά του “Εγώ, ο Αντουάν ντε Τουνέν, βασιλιάς της Παταγονίας” κέρδισε το βραβείο Grand Prix du Roman της
Γαλλικής Ακαδημίας. Ο Ρασπάιγ ανήκει στη λογοτεχνική “οικογένεια”
συγγραφέων, όπως ο Ροζέρ Νιμιέ, ο Ντίνο Μπουτζάτι και ο Μισέλ Ντεόν. Το
2000 υπήρξε υποψήφιος για τη Γαλλική Ακαδημία και έλαβε τις περισσότερες
ψήφους, ωστόσο δεν κατάφερε να κερδίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία για
την εκλογή του. Άλλα σημαντικά έργα του είναι το “North” και το “Το δαχτυλίδι του ψαρά”. Ωστόσο αναμφισβήτητα το πιο γνωστό του έργο είναι “Το Στρατόπεδο των Αγίων (Le Camp des Saints)”,
στο οποίο προέβλεψε την κατάρρευση του δυτικού πολιτισμού εξαιτίας της
ανεξέλεγτης πλημμυρίδας μεταναστών από τον Τρίτο Κόσμο.
Αρχικά το “Στρατόπεδο των Αγίων”
δημοσιεύθηκε το 1973 και το 1975 μεταφράστηκε και στα αγγλικά.
Μεταφράστηκε επίσης στα ισπανικά, ιταλικά, ολλανδικά, πολωνικά και
πορτογαλικά και μέχρι το 2006 πούλησε πάνω από 500.000 αντίτυπα. Είναι
γεγονός ότι σήμερα πάνω από σαράντα χρόνια μετά τη πρώτη δημοσίευσή του,
το βιβλίο, το οποίο επηρέασε τον Ρόναλντ Ρέιγκαν και τον Φρανσουά
Μιτεράν, επέστρεψε στον κατάλογο των μπεστ-σέλερ ήδη από το 2011. Το
θέμα του βιβλίου βασίζεται σε ένα ηθικό δίλημμα: Ποια μέτρα θα λάβει μια
φιλελεύθερη δυτική κοινωνία να διατηρήσει τον καθιερωμένο τρόπο ζωής
της; Είναι μία φιλελεύθερη κοινωνία πολύ ανθρώπινη και συμπονετική για
να προστατεύσει τον εαυτό της από εκείνους που την υπονομεύουν και θα
ήθελαν να την καταστρέψουν; Η Δύση ή η Ευρώπη ευρύτερα μπορεί να
υπερασπίσει τον εαυτό της; Σε αυτό το έργο, ο “κόσμος των λευκών”
(συμπεριλαμβανομένης και της τότε Σοβιετικής Ένωσης) είναι
συγκλονισμένος και τελικά καταρρέει από μια πλημμύρα μεταναστών αρχικά
από χώρες του Τρίτου Κόσμου επειδή δεν είναι πλέον σε θέση να επιβάλει
τις αναγκαίες πράξεις μεμονωμένης σκληρότητας που απαιτούνται για τη
διατήρηση των συνόρων. Αυτή είναι η σημαντικότερη αδυναμία της Ευρώπης
που ο Jean Raspail με τόση οξυδέρκεια εντόπισε το 1973, όταν δημοσίευσε
το κλασικό μυθιστόρημα του, δηλαδή η ανθρωπιστική αδυναμία μας να
υπερασπιστούμε την ταυτότητά μας.
Η
ιστορία ξεκινά με μία λίαν συμπονετική και ανθρωπιστική πρωτοβουλία της
βελγικής κυβέρνησης, η οποία ανακοινώνει στους Βέλγους πολίτες ότι, για
να μετριασθεί ο υπερπληθυσμός της Ινδίας, θα υιοθετήσει μικρά παιδιά από
τη χώρα αυτή, ώστε να μεγαλώσουν στο Βέλγιο. Αμέσως όμως το βελγικό
προξενείο στην Ινδία κατακλύζεται από εξαθλιωμένους και πάμπτωχους
γονείς και το Βέλγιο ανακαλεί την απόφαση.
Τότε
όμως σχεδόν ταυτόχρονα, περίπου ένα εκατομμύριο λιμοκτονούντες και
μαστιζόμενοι από επιδημίες Ινδοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά
επιβιβάζονται σε παλιά φορτηγά και άλλα πλοία, δημιουργώντας μια
τεράστια αρμάδα μεταναστών, η οποία ξεκινά από το Δέλτα του Γάγγη για να
κατευθυνθεί στην Ευρώπη. Η Δύση μαθαίνει πολύ σύντομα την αναχώρηση του
μεταναστευτικού στόλου και για τον προορισμό του. Τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης, οι εκκλησίες (συμπεριλαμβανομένης της Καθολικής Εκκλησίας,
με επικεφαλής έναν Βραζιλιάνο Πάπα !), ο Γάλλος πρόεδρος, τα
εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ιδρύματα, τα συνδικάτα, οι περισσότεροι από
την ίδια την κυβέρνηση, όλοι είναι σύσσωμοι κα ενωμένοι στην
αποφασιστικότητά τους να χαιρετίσουν αυτό που ο εκδικητικός Μπεν Σαούντ
(ένας Αλγερινός μετανάστης ο ίδιος και εγγονός ενός μαύρου σκλάβου, τώρα
απολαμβάνει μια εξαιρετικά προσοδοφόρα καριέρα ως αριστερός
δημοσιογράφος με το ψευδώνυμο Clément Dio) αποκαλεί “αρμάδα της έσχατης
ελπίδας” στο όνομα της ανθρώπινης αδελφοσύνης, της χριστιανικής
φιλανθρωπίας και της αγάπης.
Τα
πλοία φτάνουν στη γαλλική Ριβιέρα την Κυριακή του Πάσχα. Ο Ρασπάιγ
καθιστά σαφές στο βιβλίο του ότι αυτή η ορδή δεν έχει καμμία διάθεση να
αφομοιωθεί από τον γαλλικό πολιτισμό. Τουναντίον, οι παράνομα αφιχθέντες
Ινδοί μετανάστες αναζητούν την πληθώρα των υλικών αγαθών που οι
Ευρωπαίοι έχουν παραγάγει και απολαμβάνουν, ενώ οι κάτοικοι των Ινδιών
όχι.
Στο
διήγημα του Ρασπάιγ, η αυτοπεποίθηση της Δύσης, η οποία κάποτε καλείτο
Χριστιανοσύνη (Christendom) – έχει υπονομευτεί από τον πολυπολιτισμό και
τις συναφείς νεωτερικές και μεταμοντέρνες απόψεις. Έτσι, δύσκολα ο
οποιοσδήποτε θα έπαιρνε την πρωτοβουλία να πει ότι αυτός ο στόλος των
προσφύγων πρέπει να ανακοπεί. Αντίθετα μάλιστα, φιλελεύθεροι και
Χριστιανοί, βλακωδώς υιοθετούν την ιδέα ότι η εισβολή των μεταναστών
πρέπει να καλωσοριστεί για το καλό της οικονομικής ανάπτυξης της
Ευρώπης. Πράγματι, ο γαλλικός στρατός αντί να υπερασπιστεί το γαλλικό
έδαφος από την εισβολή των Ινδών, διατάζεται να επιτεθεί σε όσους
προσπαθούν να αντιδράσουν και να αναχαιτίσουν την εισβολή των
μεταναστών.
Ο
τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται από το Βιβλίο της Αποκάλυψης του
Ιωάννου της Αγίας Γραφής και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο 20:9: “…καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς γῆς, καὶ ἐκύκλευσαν τὴν παρεμβολὴν τῶν ἁγίων (=στρατόπεδο των αγίων) καὶ τὴν πόλιν τὴν ἠγαπημένην· … (γαλλ., “Elles montèrent sur la surface de la terre, et elles cernèrent le camp des saints et la ville bien-aimée;)”.
Κι όχι τυχαία, καθώς μετά την άφιξη των Ινδών μεταναστών στο γαλλικό
νότο, ακολουθούν αποκαλυπτικές σκηνές πρωτοφανούς αναρχίας. Η ορδή των
Ινδών (που εν τω μεταξύ έχει μειωθεί σε 800.000 λόγω ασθενειών και βίας
εν πλω) με το που αποβιβάζεται στη Νότια Γαλλία προβαίνει παντού σε
βιασμούς και καταστροφές. Χιλιάδες χίπηδες, αριστερόστροφοι ιερείς και
άλλοι φιλομετανάστες κατευθύνονται νότια για να υποδεχθούν το πλήθος των
μεταναστών. Τα έγχρωμα γκέτο του Παρισιού και άλλων μεγάλων πόλεων
εξεγείρονται. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αυτομολεί σε οργανωμένες
συμμορίες ριζοσπαστών φοιτητών και άλλων νέων. Οι δεσμοφύλακες
απελευθερώνουν τους κρατουμένους. Τα συνδικάτα εξεγείρονται στο όνομα
της δημιουργίας ενός νέου κόσμου. Η κυβέρνηση των Παρισίων καταρρέει και
αντικαθίσταται από έναν πολυφυλετικό συνασπισμό στον οποίο οι λευκοί
έχουν μια συμβολική εκπροσώπηση. Οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές των
μεταναστών, ο Clément Dio και άλλοι δύο αριστεροί δημοσιογράφοι –
παρουσιαστές ραδιοφώνου, δολοφονούνται άγρια από τους ίδιους τους
ανθρώπους που με τόσο πάθος υπερασπίστηκαν. Οι λευκές γυναίκες
απαγάγονται και στέλνονται σε οίκους ανοχής που ελέγχουν έγχρωμοι
μαστρωποί. Ο αφηγητής (που όπως μαθαίνουμε, γράφει κάποια στιγμή μετά
τον κατακλυσμό που γκρέμισε το λευκό κόσμο, σε μια εποχή κατά την οποία η
ιστορία έχει ξαναγραφεί με τα πρότυπα της πολιτικής ορθότητας) εξηγεί
ότι, “με τη Γαλλία του Διαφωτισμού, που εφηύρε τα δικαιώματα του
ανθρώπου γονατισμένη, καμιά δυτική κυβέρνηση δεν τόλμησε να υπογράψει
την γενοκτονική πράξη αυτοάμυνας ενόψει των φυλετικών επιδρομών σε όλη
την Ευρώπη και τις Η.Π.Α.”. Εν συνεχεία Αφρικανοί κατακλύζουν
ανενόχλητοι την αντίπερα όχθη του ποταμού Λιμπόπο και επιτίθενται στη
Νότια Αφρική του “Απαρτχάιντ”. Οι Κινέζοι εισβάλλουν στη Σοβιετική
Ένωση, πέρα από τον ποταμό Αμούρ. Στην Αγγλία έγχρωμοι μετανάστες από
την Κοινοπολιτεία καταφτάνουν στο Λονδίνο και με χαρακτηριστική
βρετανική αβρότητα απαιτούν η βασιλική οικογένεια να παντρευτεί κάποιο
μέλος της πακιστανικής κοινότητας. Στην Αμερική, η Νέα Υόρκη
καταλαμβάνεται από επαναστατημένους μαύρους. Η Δύση ηττάται και
καταρρέει.
Το
βιβλίο είναι γεμάτο από ιστορικές αναφορές, με ιδιαίτερη έμφαση στη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ένας
χαρακτήρας που διαφωνεί με την αρμάδα – και απεικονίζεται στον γαλλικό
Τύπο ως κακοποιός – φέρει το όνομα του τελευταίου Βυζαντινού
αυτοκράτορα, ο συνταγματάρχης τεθωρακισμένων Κονσταντίν Ντραγκασές (Constantin Dragasès, δηλαδή
Κωνσταντίνος Δραγάτσης, εκ του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Δραγάτσης) ! Ο
Ντραγκασές (Δραγάτσης) οργανώνει μια ομάδα Γάλλων πατριωτών
αποφασισμένων να σταματήσουν τους τριτοκοσμικούς μετανάστες. Δυστυχώς
όμως αυτοί εξολοθρεύονται από την γαλλική αεροπορία σε βομβαρδισμό. “Θα προτιμούσα να σκοτωθώ από τους δικούς μας. Είναι πιο καθαρός αυτός ο τρόπος. Έχει κάτι το έσχατο”
είναι τα τελευταία λόγια που ο συγγραφέας βάζει στο στόμα του
συνταγματάρχη Ντραγκασές (Δραγάτση) ενώ αυτός περιμένει τα γαλλικά
αεροπλάνα να τον βομβαρδίσουν στην ταράτσα μιας ιστορικής βίλας όπου
έχει καταφύγει με τους φίλους του, παραφράζοντας ουσιαστικά τα τελευταία
λόγια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ΙΑ’: “Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να
μου πάρει το κεφάλι;”. Κι όπως εξηγεί ο αφηγητής: “Ο δυτικός κόσμος
κατέρρευσε, όταν η γαλλική Αεροπορία έριξε μια βόμβα σε μια βίλα του
δέκατου έβδομου αιώνα, με θέα στην παραλία, όπου η αρμάδα είχε
αποβιβασθεί, σκοτώνοντας τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, τον κ. Calguès,
συνταξιούχο καθηγητής της φιλολογίας και δεκαεννέα άλλους
αντιστασιακούς, μεταξύ των οποίων έναν πρώην υφυπουργό εξωτερικών, έναν
πρώην βουλευτή, τον διοικητή τεθωρακισμένων Ντραγκασές, έναν δούκα και
τους δυο υπηρέτες του και έναν ιδιοκτήτη ενός κομψού οίκου ανοχής, οι
οποίοι κατόρθωσαν να κρατήσουν μία ζώνη εδάφους της “Ελεύθερης Γαλλίας”
προοριζόμενη για την επιβίωση αποκλειστικά και μόνον των λευκών με
πόλεμο ελευθέρων σκοπευτών που εξαπολύουν κατά των εισβολέων του Γάγγη
και των Γάλλων συνεργατών τους. Σημειωτέο είναι ότι ο Calguès είναι
τελευταίος άνθρωπος που παραμένει στο χωριό του το προηγούμενο βράδυ
πριν ο “στόλος του Γάγγη” προσεγγίσει την ξηρά. Όλοι οι άλλοι κάτοικοι
έχουν προ πολλού διαφύγει, αλλά αυτός όχι. Ζει σε ένα σπίτι που χτίστηκε
από τους προγόνους του το 1673 και κατοικείται από την οικογένειά του
αδιαλλείπτως από τότε. Το βιβλίο τελειώνει όπως αρχίζει, με την αίσθηση
της βαθιάς προσωπικής απώλειας. Ο αφηγητής γράφει από την Ελβετία, την
τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που θα συνθηκολογήσει με τους μετανάστες
εισβολείς. Κάθεται μόνος του, τη νύχτα πριν τα σύνορα ανοίξουν,
σιγά-σιγά επαναλαμβάνοντας, ξανά και ξανά, τα μελαγχολικά λόγια του
Ρουμάνου πρίγκιπα και λογοτέχνη, Antoine Bibesco:”Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι μια προσωπική ατυχία που συνέβη σε όλους μας μόλις την περασμένη εβδομάδα.”
Ο Ρασπάιγ ήταν
μπροστά από την εποχή του, αποδεικνύοντας ότι ο δυτικός πολιτισμός είχε
χάσει από τότε την αίσθηση του σκοπού και της ιστορίας – την
“ιδιαιτερότητά” του. Όπως παρατηρεί και ένας από τους βασικούς ήρωες του
μυθιστορήματος, ο καθηγητής Calguès, βαθύς γνώστης της Ιστορίας: “… οι
γαλλικές ελίτ δεν διαθέτουν την απαιτούμενη πατριωτική συνείδηση, ήτοι
τη πεποίθηση ότι το δικό μας είναι το καλύτερο, την θριαμβική χαρά του
να αισθάνεται κάποιος ότι μετέχει στο ωραιότερο κομμάτι της ανθρωπότητας
…”. Μία τέτοια εθνική και πολιτιστική περηφάνεια είναι μεν φυσική
για έναν λαό και θεμιτή, όμως στο δυτικό κόσμο, σύμφωνα με τον Ρασπάιγ,
έχει τσαλαπατηθεί μετά από δεκαετίες συστηματικής καλλιέργειας
αισθημάτων ενοχής. Κι αν η απώλεια της πολιτιστικής αυτοπεποίθησης από
την πλευρά της δυτικής φιλελεύθερης κοινωνίας ήταν εμφανής το 1973,
είναι πολύ περισσότερο σήμερα. Οι δε ευσεβείς ανοησίες που εκστομίζονται
στο μυθιστόρημα από τους διάφορους “απολογητές” της μεταναστευτικής
πλημμυρίδας που κατακλύζει τη Γαλλία, εν πολλοίς σκιαγραφεί αυτό που
σήμερα έχει γίνει η επικρατούσα ή καλύτερα η άνωθεν επιβαλλόμενη
πολιτικά ορθή “άποψη”.
Φυσικά,
ο Ρασπάιγ καταγγέλθηκε αμέσως ως ρατσιστής και ξενοφοβικός από τα
κατεστημένα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την ακαδημαϊκή αριστερίζουσα ελίτ
και τους απανταχού τιμητές της πολιτικής ορθότητας. Οι New York
Times έγραψαν χαρακτηριστικά ότι το να διαβάζει κανείς το μυθιστόρημα
του Ζαν Ρασπάιγ, είναι σαν έχει παγιδευτεί κανείς σε ένα κοκτέιλ πάρτι
μαζί με έναν φαινομενικά φυσιολογικό τύπο, ο οποίος ξαφνικά σου αρχίζει
την ανάπτυξη μιας ρατσιστικής διατριβής. Πράγματι η έμφαση του Ρασπάιγ
στην λευκή φυλή μπορεί πράγματι να είναι εκ πρώτης ανάγνωσης απωθητική
για τους σύγχρονους αναγνώστες που έχουν ανατραφεί με τα κηρύγματα της
“πολιτικής ορθότητας”. Αλλά το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος δεν
είναι η φυλή, αλλά ο πολιτισμός και οι πολιτικές αρχές. Στην
πραγματικότητα, ο Ρασπάιγ δεν έχει τίποτα να πει πολλά για τη φυλή. Μόνο
ένας προκατειλημμένος αναγνώστης που ψάχνει για έναν εύκολο τρόπο να
απορρίψει τον μείζονα συλλογισμό του Ρασπάιγ, θα έβρισκε ρατσισμό ή
φασισμό στην καρδιά του μυθιστορήματος. Οι Ινδοί του Γάγγη είναι μάλλον
ένα προφανές συμβολικό υποκατάστατο για τους εξαθλιωμένους μετανάστες
από αυτό που σήμερα ευγενικά ονομάζεται «αναπτυσσόμενος» κόσμος και ο
Ρασπάιγ δεν ασχολείται κυρίως με αυτούς, αλλά με τη Γαλλία και τον
ευρωπαϊκό πολιτισμό γενικότερα. Στην εισαγωγή της επανέκδοσης του 1985, ο
Ρασπάιγ εξηγεί ότι επέλεξε ως μετανάστες τους Ινδούς, και όχι τους
εγγύτερους Βορειοαφρικανούς και Άραβες, λόγω της «άρνησης να εισέλθει
στην ψεύτικη αντιπαράθεση για το ρατσισμό και την καταπολέμηση του
ρατσισμού στη γαλλική καθημερινή ζωή.”
Οι
προσεκτικοί αναγνώστες το έχουν καταλάβει αυτό. Όταν το συντηρητικό
αμερικανικό περιοδικό “Νational Review” κάλυψε δημοσιογραφικά την έκδοση
του “Στρατοπέδου των Αγίων” κατά την πρώτη δημοσίευσή του στην αγγλική
γλώσσα, το 1975, ο κριτικός Jeffery Hart υποστήριξε η ετικέτα του
ρατσισμού ήταν ακατάλληλη για το μυθιστόρημα. Ο Ρασπάιγ στην
πραγματικότητα δεν γράφει σχετικά με τη φυλή. Γράφει για τον πολιτισμό,
και ιδίως τον πολιτισμό της Δύσης, έγραψε ο Hart. Ο πολιτισμός
περιλαμβάνει συγκεκριμένες ζωντανές μορφές ύπαρξης. Δεν είναι μια άμορφη
μάζα. Ο Ρασπάιγ δεν ασχολείται με την λευκή “υπεροχή”, αλλά για το πώς
πεθαίνουν οι πολιτισμοί. Το επιχείρημά του Ρασπάιγ είναι ότι πεθαίνουν
από αμέλεια. Για να μιλήσουμε σωστά για έναν πολιτισμό, θα πρέπει να τον
περιγράψουμε ως κάτι ζωντανό, αλλά η γαλλική κοινωνία (αντιπροσωπευτική
της ευρύτερης σύγχρονης δυτικής κοινωνίας) την οποία σκιαγράφησε στο
“Στρατόπεδο των Αγίων” ο Ρασπάιγ έχει χάσει τη θέλησή της να ζήσει, έχει
απωλέσει την αυτοεκτίμησή της και ως εκ τούτου την ικανότητά της να
αμυνθεί από εκείνους που επιδιώκουν να την κατακτήσουν. ‘Οπως όταν
κανείς δεν νοιάζεται αρκετά για να ποτίσει έναν κήπο, τότε αυτός
μαραίνεται. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο όρο, θα μπορούσαμε να
πούμε ότι ο Ρασπάιγ απορρίπτει την πολυπολιτισμικότητα, όχι ως
προτίμηση, αλλά ως δυνατότητα. Σε μακροπρόθεσμη βάση, η Ευρώπη μπορεί
είτε να προτιμήσει τον δικό της πολιτισμό και την κουλτούρα της, και να
την υπερασπιστεί, ή να συνθηκολογήσει με έναν άλλο. Αλλά δεν μπορεί,
όπως το μυθιστόρημα λέει, να απορροφά μάζες των μη αφομοιωθέντων μελών
ενός άλλου πολιτισμού και να αναμένει να επιβιώσει. Θα αλλάξει για
πάντα, και η αλλαγή θα είναι προς την κατεύθυνση του πολιτιστικού
προτύπου των μεταναστών και μακριά από εκείνη της φυσικής της διαδρομής.
Αυτή είναι μια δύσκολη αλήθεια να δεχθούμε στην εποχή της “ισότητας”.
Ένα
βασικό στοιχείο (εκ των πολλών) που ο Χριστιανισμός έχει κληροδοτήσει
προς τη Δύση είναι η σαφήνεια ως προς την ανθρώπινη φύση. Και φυσικά
εννοούμε την αυστηρή αποδοχή της χριστιανικής άποψης για την ανθρώπινη
φύση: “Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι”. Κι αυτή η θεμελιώδης ηθική αρχή
διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Απόστολο Παύλο: “ … πάντες γὰρ
υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν
ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι
δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ …” (Προς Γαλάτας, κεφ. 3, 26-28). Αλλά ξέρουμε από
τη σκληρή εμπειρία μας ότι αυτό δεν είναι μια “οικουμενική αξία.” Δεν
είναι αυτόχθονη σε όλους τους πολιτισμούς του κόσμου. Οι ευρωπαίοι
ηγέτες δεν θέλουν να το παραδεχτούν, αλλά αυτό δεν μπορεί να
αμφισβητηθεί: Το τι πιστεύουν οι μετανάστες έχει πολλά να κάνει με το αν
και το πώς θα αφομοιωθούν. Η Ευρώπη θα πρέπει να το γνωρίζει αυτό. Η
Ε.Ε. έχει δεκαετίες εμπειρίας με μη αφομοιωθείσες μουσουλμανικές
κοινότητες μεταναστών, ολόκληρες γειτονιές που εκτείνονται σε δύο και
τρεις γενιές, η πιο πρόσφατη από τις οποίες είναι αναμφισβήτητα λιγότερο
αφομοιωμένη από αυτή των γονέων τους. Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.
αποτελούν μια απομονωμένη κατώτερη τάξη με πολύ λίγους δεσμούς ή υποταγή
στη χώρα υποδοχής τους.
Το 2009, ο Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης του έγκριτου συντηρητικού περιοδικού “The Weekly Standard”, Christopher Caldwell έγραψε ένα λαμπρό, ανησυχητικό βιβλίο με τίτλο: “Reflections on the Revolution In Europe: Immigration, Islam and the West”
για το τι προμηνύει ο κοχλάζων μουσουλμανικός πληθυσμός για την Ευρώπη.
Ειδικότερα αυτό που εξετάζεται με ιδιαίτερη προσοχή στο βιβλίο είναι η
οικογενειακή συμπεριφορά των μουσουλμάνων μεταναστών, εν μέρει επειδή
καταδεικνύει το βάθος του πολιτιστικού προβλήματος. Ο Caldwell το θέτει
ξεκάθαρα: “Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ο γάμος δεν είναι μόνο μια
πτυχή του προβλήματος της μετανάστευσης. Είναι το πρόβλημα της
μετανάστευσης.” Αυτό συμβαίνει γιατί πολλοί μουσουλμάνοι μετανάστες
δεν παντρεύονται Ευρωπαίες ή ακόμη και οι επί ευρωπαϊκού εδάφους
γεννημένοι “δυτικού τύπου” μουσουλμάνοι εισάγουν συζύγους, συχνά ανήλικα
κορίτσια, που προέρχονται από τις εθνοτικές πατρίδες τους. Στη
Γερμανία, το ήμισυ των εθνοτικά Τούρκων Γερμανών ζητούν οι σύζυγοί τους
να είναι από την Τουρκία. Στη Δανία, η μεγάλη πλειονότητα των Τούρκων
και οι Πακιστανοί κάνουν τα ίδια, και όχι μόνο οι μετανάστες, αλλά και η
δεύτερη και η τρίτη γενιά απογόνων των μεταναστών. Στη Γαλλία, η
μετανάστευση που σχετίζεται με την οικογένεια αποτελεί το 78 τοις εκατό
της μόνιμης νόμιμης μετανάστευσης! Ίσως αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αν
όλες αυτές οι σύζυγοι είχαν αφομοιωθεί, αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα
δεν είναι έτσι. Τέτοιες τάσεις διαψεύδουν τις κενές κοινοτοπίες των
ευρωπαίων ηγετών όπως ο πρώην πρόεδρος της ιταλικής Γερουσίας Μαρτσέλο
Πέρα, ο οποίος είπε ότι κάθε μετάβαση από τη θέση Α στο μέρος Β
αποδεικνύει την ανωτερότητα του μέρους B. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι
οι Μουσουλμάνοι μεταναστεύουν στην Ευρώπη μαζικά αλλά απορρίπτουν τις
Ευρωπαίες ως κατάλληλες συζύγους, «δείχνει ότι μπορεί να μεταναστεύουν
σε ένα μέρος, ενώ είναι εχθρικοί προς αυτό, ή τουλάχιστον, ενώ διατηρούν
κάποια ειδική σχέση με αυτό», γράφει ο Caldwell. Ναι, οι μετανάστες
«απλά θέλουν μια καλλίτερη ζωή», όπως υποστηρίζουν τα κλισέ της
“πολιτικής ορθότητας”. Αλλά δεν θέλουν απαραιτήτως μια ευρωπαϊκή ζωή με
την πολιτισμική έννοια. Μπορεί να θέλουν μια ζωή του Τρίτου Κόσμου σε
ευρωπαϊκό βιοτικό επίπεδο.
Η
αφομοίωση δεν συμβαίνει ούτε είναι απαραίτητη σε έναν κόσμο που
παγκοσμιοποιείται. Η “παγκόσμια πόλη” με την ανάγκη για ένα πειθαρχημένο
και χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό, λειτουργεί καλλίτερα από μία εθνικά
διαχωρισμένη οικουμένη. Έτσι είναι δυνατό η ανεξέλεγκτη μετανάστευση να
μετατρέψει ένα έθνος που κάποτε ήταν ένας ποταμός ελπίδας για την
ανθρωπότητα, σε έναν υπόνομο απελπισίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Ρασπάιγ ως
πιστός Χριστιανός πιστεύει ότι υπάρχει ένας ηθικός σκοπός των γεγονότων.
Εάν φερ’ ειπείν η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το
1453, είναι μέρος του σχεδίου του Θεού, τότε είναι δύσκολο να
προσεγγίσουμε με την ανθρώπινη λογική τα στοιχεία του εν λόγω θεϊκού
σχεδίου. Απλώς θα περιμένουμε για το πλήρωμα του χρόνου.
Η
κοσμική αποκάλυψη που φαντάστηκε ο Ρασπάιγ περιλαμβάνει οπωσδήποτε την
ματαιότητα της ηθικής δράσης. Όμως για το άτομο που πιστεύει βαθιά και
ειλικρινά, η ματαιότητα είναι ανήθικη. Κάθε πιστός αναμένεται να κάνει
ό,τι είναι σωστό, το καθήκον του, ακόμα κι αν δεν κατανοεί τις πλήρεις
συνέπειες των πράξεών του. Τουλάχιστον, μαρτυρεί την πίστη του. Στην
χριστιανική παραδοσιοκρατική κοσμοαντίληψη του Ρασπάιγ τα ανθρώπινα έθνη
δημιουργήθηκαν από τον Θεό, που ευλόγησε την ύπαρξή τους, όπως μας λέει
ο Απόστολος Παύλος: “Ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, (…) ἐποίησέ
τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς
γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας
αὐτῶν …”(Πράξεις των Αποστόλων, Ὁμιλία τοῦ Παύλου ἐπὶ τοῦ ᾿Αρείου Πάγου, κεφ. ΙΖ, 24-26) και όπως διαβάζουμε στο Δευτερονόμιο της Παλαιάς Διαθήκης:“… Ὅτε διεμέριζεν ὁ Ὕψιστος ἔθνη, ὡς διέσπειρε υἱούς Ἀδάμ, ἔστησε ὅρια ἐθνῶν κατά ἀριθμόν ἀγγέλων Θεοῦ …” (Δευτ. Κεφ. λβ’, 8). Για
το σκοπό αυτό, ένας άνθρωπος της χριστιανικής πίστης αναγνωρίζει ότι τα
έθνη αποτελούν ουσιαστικό μέρος της οργανωμένης ανθρώπινης ζωής. Τα
έθνη παίζουν έναν ουσιώδη ρόλο στο να μας κάνουν πλήρεις ανθρώπους και
επομένως αξίζουν να τα υπερασπίζεται κανείς ακόμη και με την θυσία της
ζωής του. Στο μυθιστόρημα ο γηραιός καθηγητής Calguès, ο συνταγματάρχης
Ντραγκασές (Δραγάτσης) και οι άλλοι δεκαοκτώ “Ελεύθεροι Γάλλοι”,
υπηρετούν αυτό ακριβώς το ηθικό καθήκον και γίνονται εθνομάρτυρες, ως
άλλοι Παλαιολόγοι.
Το
μυθιστόρημα μας υπενθυμίζει ότι υπάρχουν δρώσες δυνάμεις στην Ιστορία
τις οποίες δεν μπορούμε να ελέγξουμε και ότι ο πολυπολιτισμός είναι η
μάστιγα του σύχρονου ευρωπαϊκού κόσμου, που έχει χάσει την πίστη του,
έχει απωλέσει την πολιτισμική του υπερηφάνεια και διαγράφει το παρελθόν
του, χάριν ενός αβέβαιου και θολού μέλλοντος γκρίζου “πολυπολιτισμικού”
συγχρωτισμού. Το όραμα του Ρασπάιγ στο “Στρατόπεδο των Αγίων” είναι μια
φανταστική απεικόνιση του πως μπορεί να καταλήξει η εκκοσμικευμένη
πολυπολιτισμική Δύση. Σύμφωνα με τον Ρασπάιγ “η Δύση είναι κενή από
πνεύμα και δεν έχει ψυχή πλέον” και “είναι πάντοτε η ψυχή εκείνη που
κερδίζει τις μάχες”. Το πολεμικό – ενίοτε ξέφρενο – μυθιστόρημα του
Ρασπάιγ πραγματεύεται αυτή ακριβώς τη συλλογική απώλεια της ψυχής και
του πνεύματος. Ένας πολιτισμός είναι εν τέλει ένας τρόπος ζωής, ακόμα
και μια συλλογική ταυτότητα. Όταν κάποιος μεγαλώνει αγαπώντας όλα τα
ιδιαίτερα έθιμα και τις παραδόσεις του πολιτισμού του, είναι σαν να
αγαπά ένα πρόσωπο. Είναι κάτι μοναδικό στον κόσμο, και ανήκει σε εμάς.
Σε
κάθε περίπτωση “Το Στρατόπεδο των Αγίων” του Ρασπάιγ παραμένει
οπωσδήποτε ένα κλασικό και επίκαιρο όσο ποτέ βιβλίο, το οποίο αξίζει να
μεταφραστεί και στα ελληνικά. Η Ιστορία δικαίωσε τον φιλοβασιλικό και
παραδοσιοκράτη Γάλλο συγγραφέα και διανοούμενο που επί 40 χρόνια δεχόταν
τα βέλη της οργισμένης και σφοδρής κριτικής του έργου του από
αριστερίζοντες διανοούμενους και φανατικούς υποστηρικτές της πολιτικής
ορθότητας. Σχετικά δε με τις αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές ο Ρασπάιγ
ρωτήθηκε σε συνέντευξή του στο γαλλικό περιοδικό “Valeurs Actuelles” τον Νοέμβριο του 2013 πώς μπορεί η Ευρώπη να ασχοληθεί με αυτές τις μεταναστεύσεις, για να απαντήσει ευθύς αμέσως ότι: “Υπάρχουν
μόνο δύο λύσεις. Είτε τους φιλοξενούμε και η Γαλλία – ο πολιτισμός της,
η κουλτούρα της – τελειώνει οριστικά χωρίς καν μια κηδεία. Κατά την
άποψή μου, αυτό είναι που πρόκειται να συμβεί. Είτε δεν τους φιλοξενούμε
καθόλου – αυτό σημαίνει ότι σταματούμε να ‘ιεροποιούμε’ τον «Άλλον» και
“ξαναβρίσκουμε” τον «πλησίον» μας, δηλαδή τον διπλανό μας. Πράγμα που
σημαίνει ότι σταματάμε κάποια στιγμή να δίνουμε δεκάρα για αυτές τις
«χριστιανικές ιδέες που έχουν ξεφύγει», όπως είπε ο Βρετανός συγγραφέας
και θεολόγος Chesterton (1874–1936), ή αυτά τα διεφθαρμένα ανθρώπινα
δικαιώματα και ότι θα λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα για να
αποστασιοποιηθούμε, χωρίς να κάνουμε πίσω, για να αποφευχθεί η διάλυση
της χώρας μας και να μετατραπούμε σε μια γενική επιμειξία. Δεν βλέπω
κάποια άλλη λύση. Έχω ταξιδέψει πολύ στα νιάτα μου. Όλοι οι λαοί είναι
συναρπαστικοί, αλλά όταν τους ανακατεύουμε πάρα πολύ, αναπτύσσεται πιο
πολύ μια εχθρότητα παρά μια συμπάθεια. Η επιμειξία δεν είναι ειρηνική.
Είναι μια επικίνδυνη ουτοπία. Κοιτάξτε στη Νότια Αφρική! Στο
σημείο που βρισκόμαστε τώρα, τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν θα
πρέπει να είναι υποχρεωτικά πολύ καταναγκαστικά. Δεν πιστεύω ότι θα
συμβεί και δεν βλέπω κανέναν που να έχει το θάρρος να το κάνει. Θα
πρέπει να βάλουν την ψυχή τους να ισορροπήσει, αλλά ποιος είναι έτοιμος
για αυτό; Πάνω σε αυτό θέλω να πω, ότι δεν πιστεύω ούτε στο ελάχιστο,
ότι οι υποστηρικτές της μετανάστευσης είναι πιο φιλάνθρωποι από μένα:
μάλλον δεν υπάρχει ούτε ένας από αυτούς που προτίθεται να υποδεχθεί έναν
από αυτούς τους δυστυχείς στο σπίτι του … Όλα αυτά είναι απλώς μια
συναισθηματική προσποίηση, μια ανεύθυνη δίνη που θα μας καταπιεί.”. Για
την εξελισσόμενη δε μεταναστευτική κρίση που πλήττει την Ευρώπη και
πρωτίστως την Ελλάδα ως κύρια πύλη εισόδου μεταναστών και προσφύγων από
τον Τρίτο Κόσμο, ο Ζαν Ρασπάιγ δήλωσε σε συνέντευξή του τον περασμένο
Σεπτέμβριο στη γαλλική εφημερίδα “Le Point” πως “βρισκόμαστε μόνον στην αρχή” …
* Ο Νικόλαος Στεφανίδης είναι Δικηγόρος, Δ.Μ.Σ. Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας του Δικαίου Νομικής Α.Π.Θ.
http://www.antibaro.gr/article/16271
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου