Αν ρωτήσεις οποιονδήποτε, που ακούει να χτυπάει το ξυπνητήρι, Δευτέρα πρωί, “για ποιον λόγο πας στη δουλειά και δεν χουζουρεύεις κάτω από το πάπλωμα;” θα σου απαντήσει “γιατί πρέπει να βγάλω λεφτά για να ζήσω”. Βέβαια, το “να ζήσω” μπορεί να έχει πολλές μορφές: άλλος για να μπορέσει απλώς να αγοράσει τρόφιμα κι άλλος για να διατηρήσει ή να επεκτείνει ένα επίπεδο διαβίωσης που πιθανόν να περιλαμβάνει και πράγματα τα οποία κάποιοι θα έκριναν ως περιττά.
Αν κέρδιζες το τζόκερ, μάλλον η σχέση
σου με το ξυπνητήρι θα περνούσε κρίση. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάθαινες
κατάκλιση από την πολλή ξάπλα. Με κάτι θα εύρισκες να ασχοληθείς
(ασχολία = αυτό που κάνω στη σχόλη, εκτός εργασίας). Αλλά ως χόμπι, όταν
και όσο ήθελες. Με δυο λόγια: αν όλες μας οι ανάγκες, σωματικές και
ψυχικές, καλύπτονταν χωρίς εργασία, κανένας δεν θα δούλευε.
Υπάρχει περίπτωση ένας από τους
αγουροξυπνημένους της Δευτέρας (και κάθε μέρας) να απαντήσει: “Πάω στη
δουλειά διότι η εργασία ανήκει στη βαθύτερη ύπαρξή μου, διότι μου δίνει
τη δύναμη να αναπτύξω τη φυσική και πνευματική μου ενεργητικότητα, διότι
απολαμβάνω τη συμμετοχή στην παραγωγή του κοινωνικού προϊόντος,
βιώνοντας την υπέρτατη ολοκλήρωσή μου ως κοινωνικό ον”;
Ούτε για πλάκα! Ούτε ο Μπογιόπουλος δεν
τα λέει αυτά. Αυτή, όμως θα έπρεπε να είναι η στάση του σε μια ιδανική
κομμουνιστική κοινωνία, σύμφωνα με τον Μαρξ. Τώρα, δικαιολογείται που
διαφοροποιείται, διότι είναι αλλοτριωμένος! Τον έχει αλλοτριώσει ο
καπιταλισμός! Και υφίσταται την υποδούλωση του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής. Άρα αισθάνεται σκλάβος. Γι’ αυτό κλείνει το ξυπνητήρι
βλαστημώντας. Το καταλάβατε, ε;
Η αλλοτρίωση της εργασίας, σύμφωνα με
τον Μαρξ, είναι η αποξένωση του ανθρώπου από το αντικείμενο της εργασίας
του, που οφείλεται στην καπιταλιστική οργάνωση παραγωγής μέσω του
καταμερισμού της εργασίας. Παράδειγμα: ο παλιός παπουτσής έφτιαχνε
ολόκληρο το παπούτσι κατά παραγγελία του πελάτη του. Τώρα, λέει ο Μάρξ,
στη βιομηχανική εποχή, ο ένας ασχολείται με τη σόλα ο άλλος με το πάνω
δέρμα, ένας τρίτος περνάει τα κορδόνια και έτσι αποξενώνονται από το
τελικό προϊόν χάνοντας ο καθένας τη χαρά του ολοκληρωμένου έργου. Και
γιατί είναι χαρά να σου χώνει ο άλλος την ποδαρούκλα στη μούρη για να
του πάρεις μέτρα; Και τι γίνεται αν ο πελάτης ή η πελάτισσα κρατάει
παράταιρη τσάντα ή φοράει άσχετα ρούχα; Θα έπρεπε να ασχοληθεί ο
παπουτσής με όλο το styling του πελάτη, για να αναδειχθούν και τα
παπούτσια; Να γίνει και ράφτης; Να φτιάχνει και καπέλα; Και γιατί το να
καρφώνεις και να καλουπώνεις δέρματα σε ολοκληρώνει περισσότερο ως
άνθρωπο από το να κάθεσαι σπίτι και να παίζεις με τα παιδιά;
Και καλά με τον παπουτσή. Με τον εργάτη
σε αυτοκινητοβιομηχανία; Σε ορυχείο; Στoν μετροπόντικα; Στην τράπεζα;
Στη ΝΑSA; Ποιο είναι, τελικά, το πεδίο ενδιαφέροντος με το οποίο πρέπει
να ασχολείται κάποιος για να μην αισθάνεται αλλοτριωμένος; Και τι
γίνεται όταν κάποια εργασία έχει άυλη μορφή – όπως υπήρχε ήδη και στην
εποχή του Μαρξ;
Πού να καταλάβει ο κακομοίρης ότι ο
καταμερισμός της εργασίας δεν είναι παιδί της βιομηχανικής εποχής, αλλά
ισχύει από καταβολής κόσμου. Κι όχι μόνο στον άνθρωπο. Από την αγέλη
λιονταριών που άλλα στήνουν ενέδρα κι άλλα επιτίθενται, από τους
πρωτόγονους που οι άντρες κυνηγούσαν κι οι γυναίκες έμεναν στη σπηλιά,
μέχρι την αρκετά πολύπλοκη οικονομία της εποχής του, και μέχρι τον αιώνα
τον άπαντα, ο καταμερισμός θα επεκτείνεται και θα παράγει φτηνότερα και
ποιοτικότερα προϊόντα από τα οποία θα οφελούνται όλοι. Πού να τα
εξηγήσεις όλα αυτά σε κάποιον που γράφει τόσο κοινότοπα, τόσο απλοϊκά με
εντελώς παιδική εκφορά λόγου, ανοησίες σαν κι αυτή:
“Ετσι, ο εργάτης βρίσκει τον εαυτό του
μόνο έξω από την εργασία του. Την ώρα της εργασίας του αισθάνεται έξω
από τον εαυτό του. Νιώθει άνετα όταν δεν βρίσκεται στη δουλειά του και
δεν νιώθει άνετα όταν βρίσκεται στη δουλειά του. Ετσι η εργασία του δεν
είναι εθελοντική, αλλά καταναγκαστική, είναι καταναγκαστική εργασία. Για
τον λόγο αυτό η εργασία δεν είναι ικανοποίηση μιας ανάγκης, αλλά ένα
μέσο να ικανοποιήσει ανάγκες έξω από αυτήν. Ο αλλότριος χαρακτήρας της
φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι μόλις πάψει να υπάρχει φυσικός ή
άλλος εξαναγκασμός η εργασία αποφεύγεται σαν μάστιγα”. (Μαρξ: Οικονομικά
και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα)
Για γέλια και για κλάματα! Για εξήγησέ
μας, Κάρολε, πώς ο εργάτης που δουλεύει για την συντήρηση των υπονόμων
του Λονδίνου, μπορεί να εργάζεται εθελοντικά και να “βρίσκει τον εαυτό
του” σπρώχνοντας τα σωματικά σου προϊόντα (εφάμιλλα των “πνευματικών”)
να πάνε παρακάτω; «Μα είναι αλλοτριωμένος! Όλη η προσωπικότητά του έχει
διαμορφωθεί σε συνθήκες καπιταλισμού!» θα σου απαντούσε.
Γι΄ αυτό, δες πού κατάντησε: «Ο άνθρωπος
αισθάνεται ότι ενεργεί ελεύθερα μόνο στις κτηνώδεις λειτουργίες του,
δηλαδή να τρώει, να πίνει και να τεκνοποιεί, πολύ λίγο στο να
στεγάζεται, να στολίζεται, κλπ. και ότι στις ανθρώπινες λειτουργίες δεν
αισθάνεται πια παρά σαν ζώο. Το κτηνώδικο γίνεται ανθρώπινο και το
ανθρώπινο γίνεται κτηνώδικο. Να τρώει, να πίνει, να τεκνοποιεί κλπ.
είναι, βέβαια, επίσης λειτουργίες γνήσια ανθρώπινες. Αλλά όταν
αποσπαστούν από άλλες πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας και
μετατραπούν σε τελικούς και αποκλειστικούς σκοπούς, είναι ζωώδεις
λειτουργίες». (Μαρξ: Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα)
Αν λοιπόν ο εργάτης των υπονόμων είχε
γνωρίσει από τα γεννοφάσκια του τον μαρξισμό θα γλύτωνε την αλλοτρίωση!
Θα βούταγε γεμάτος αγαλλίαση στα “κτηνώδικα” προϊόντα του εντερικού
σωλήνα του φιλοσόφου, να μη σου πω ότι θα έπαιρνε κι ένα κουπί να τα
σπρώχνει γλυκά σαν γονδολιέρης τραγουδώντας αλληλέγγυες καντσονέτες: “Ω
κώλε μίο!”
Κι όταν με το καλό ολοκληρωνόταν ο
σοσιαλιστικός μετασχηματισμός και η ιδιοκτησία αποτελούσε παρελθόν, τα
σκ…ά σου θα ήταν δικά μου και τα δικά μου δικά σου. Κρίμα που τέτοια
ιδεολογία φαλίρισε στα μισά της διαδρομής! Διότι ως προς τα σκ…ά την
πέτυχε την κοινοκτημοσύνη ο σοσιαλισμός. Όχι όμως ως προς την τροφή. Η
μαρξιστική νομενκλατούρα του υπαρκτού έφερνε με αεροπλάνο γαλλικές
γκουρμεδιές για να ταΐζει τα σκυλιά της, όταν ο λαός λιμοκτονούσε, όμως
μάθαμε όταν τους εκτέλεσαν.
Την έχω συναντήσει πολλές φορές αυτή την
οπτική. Για πολλά χρόνια, ως μουσικός, νταραβεριζόμουν εξ ανάγκης με
τεμπελχανάδες οι οποίοι, σαν τον Μαρξ, προσπαθούσαν να επινοήσουν
θεωρητικό άλλοθι για την τεμπελιά τους. (Ο καλλιτεχνικός χώρος βρίθει
παρόμοιων περιπτώσεων.) Οι περισσότεροι (παιδιά πλούσιου μπαμπά που τους
έδινε ισοβίως χαρτζιλίκι και υπερπροστατευτικής μαμάς που πήγαινε με το
τάπερ σουτζουκάκια στη γιάφκα) κάνοντας στριφτό και με ένα μπουκάλι
μπύρα μόνιμα στο πλάι, αναλάμβαναν να σου εξηγήσουν ότι αντιδρούν στην
αλλοτρίωση της εργασίας διότι δεν θέλουν να γίνουν ένα “απρόσωπο γρανάζι
του συστήματος”. Κι όταν τους ρώταγες, αν το ίδιο σκεφτόταν κι ο
εργάτης που παρήγαγε τα τσιγαρόχαρτα, τον καπνό και τη μπύρα, τι θα
κάπνιζαν και τι θα έπιναν, σου απαντούσαν ότι “παλεύουν και για τη δική
του απελευθέρωση”. “Αγωνίζονται” να γίνει πραγματικότητα ο σοσιαλιστικός
Παράδεισος όπου ο καθένας θα παράγει ανάλογα με τις δυνατότητές του και
θα αμείβεται ανάλογα με τις ανάγκες του, όπως μάθαμε την προηγούμενη
Δευτέρα. (Ψυχαναλυτικά ερμηνεύεται πολύ εύκολα η κατάχρηση “ιδρωμένων”
λέξεων όπως “πάλη”, “αγώνας”, “αντίσταση” από μαστουρωμένους λεχρίτες
που μέχρι να σηκώσουν το ένα χέρι βρωμάει το άλλο).
Έτσι έκανε κι ο τεμπέλης της εύφορης
(αρχικώς) βαρώνης: δεν εργάστηκε ποτέ και συντηρούνταν (αφού έφαγε τα
χρήματα και ξεπούλησε τα κοσμήματα της γυναίκας του) από ελεημοσύνες
μέχρι που πέθαναν δύο παιδιά του κυριολεκτικά από την πείνα καθώς οι
δανειστές τού είχαν κατάσχει μέχρι και τα έπιπλα του σπιτιού κι η
οικογένεια δεν είχε λεφτά ούτε για ψωμί. Σιγά μην καταδεχθεί κοτζάμ
παγκόσμιος επαναστάτης να δουλέψει σαν ένας κοινός προλετάριος! Η δική
του εργασία ήταν ανώτερου επιπέδου: φιλοσοφική! Αλλά μήπως αφοσιώθηκε σ΄
αυτή; Όχι βέβαια. Ένας τεμπέλης είναι σε όλα τεμπέλης. Μόνο τον πρώτο
τόμο του Κεφαλαίου κατάφερε να ολοκληρώσει στα 65 χρόνια της παρασιτικής
ζωής του. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ένας άλλος άεργος, θαυμαστής του και
πλουσιόπαιδο (ο πατέρας του είχε βιομηχανία υφαντουργίας), ο Ένγκελς.
Της ίδιας κωμικής, κι αυτός, σχολής “σκέψης”: «Στη σημερινή κοινωνία οι
άνθρωποι κυριαρχούνται από τις οικονομικές σχέσεις που οι ίδιοι
δημιούργησαν και από τα μέσα παραγωγής που οι ίδιοι παρήγαγαν σαν από
μια ξένη δύναμη».(Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ») Ενώ, παλληκάρι μου, στον
μαρξισμό οι άνθρωποι δεν θα παράγουν μέσα παραγωγής ούτε θα δημιουργούν
οικονομικές σχέσεις; Ή θα δημιουργούν, αλλά δεν θα κυριαρχούνται απ’
αυτές; Και τι ακριβώς θα πει “κυριαρχούνται”; Ίσως ο Μπογιόπουλος να
μπορεί να μας τα εξηγήσει.
Ευτυχώς, ο υπόλοιπος κόσμος άφησε τους…
αναλλοτρίωτους να γράφουν και να πιστεύουν ηλιθιότητες και ξεκινώντας
από την αυτονόητη παραδοχή ότι εργάζεσαι επειδή πρέπει να ζήσεις,
φρόντισε να κάνει την εργασία όσο το δυνατόν πιο ελκυστική ή λιγότερο
απεχθή αν προτιμάτε: να καλυτερεύσει τις συνθήκες της, να ορίσει
μεγαλύτερη αμοιβή και εργασιακά προνόμια για τις δύσκολες εργασίες, να
αναπτύξει την κοινωνικότητα στον χώρο της δουλειάς, να σου δώσει τη
δυνατότητα να εργάζεσαι κι από το σπίτι, να ανταμείψει την ανάληψη
ευθύνης, να χρυσοπληρώσει την καινοτομία, να δώσει κίνητρα και στόχους
σε κάθε εργαζόμενο και κυρίως να σου αφήσει ελεύθερο το πεδίο να φτάσεις
όσο ψηλά θες, ξεκινώντας από το πιο χαμηλό προλεταριακό σκαλί, αφού ο
ίδιος ο καπιταλισμός περιορίζει στην πράξη (με πλήθος παροχών υποτροφιών
και βραβείων) τις ανισότητες στις ευκαιρίες.
Αν, βέβαια, έχεις ικανότητες και όρεξη
για δουλειά. Αν όχι, και προτιμάς να περάσεις τη ζωή σου καταγγέλλοντας
την αλλοτρίωση της εργασίας και την καριέρα ως χολέρα, έχεις τρία σκάρτα
(και με τις δύο έννοιες) χρόνια περιθώριο, να διακριθείς: όσο η
τελευταία μαρξιστική κυβέρνηση στην ιστορία του δυτικού κόσμου
ανακυκλώνει τη σαβούρα της. Διότι, όσο κι αν κινείσαι στο καπιταλιστικό
πλαίσιο, το να κινείσαι με λιμουζίνα υπουργού ή πρωθυπουργικού συμβούλου
μπορεί να είναι μεν αλλοτριωμένη εργασία, έχει όμως και χαρά, ειδικά αν
όλη σου τη ζωή ήσουν μια εξαθλιωμένη και άφραγκη Βασίλω.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου