9 Φεβ 2017

Ο ιός που μολύνει τη χώρα

Του Τάσου Ι. Αβραντίνη* 
     Εάν δεν συνειδητοποιήσουμε πολύ γρήγορα ότι το ασφαλιστικό μας σύστημα δεν είναι από οποιαδήποτε άποψη βιώσιμο η κατάρρευση της οικονομίας θα συμβεί ό,τι κι αν πράξει οποιαδήποτε κυβέρνηση. Τα δεδομένα του προβλήματος είναι αμείλικτα:
‒ Στο τέλος του 2016 ο αριθμός των συνταξιούχων άγγιξε τα 2.700.000. Οι συνταξιούχοι είναι περίπου το 24,5% του πληθυσμού της χώρας.
‒ Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, δεν ξεπερνούν τα 2.800.000. Η αναλογία συνταξιούχων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είναι σχεδόν 1 προς 1,07.
‒ Οι συνταξιούχοι αποτελούν σήμερα το 28% περίπου του εκλογικού σώματος.
‒ To προσδόκιμο ζωής (ανδρών και γυναικών) στην Ελλάδα είναι το 79ο έτος της ηλικίας.
‒ Το 2015 καταβλήθηκαν συντάξεις συνολικής αξίας 28,2 δισ. ευρώ ή περίπου το 16% του ΑΕΠ. Το 2000 το ποσοστό ήταν 12,6%. Από το ποσοστό αυτό μόλις το 6% καλύπτεται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Το κράτος καλύπτει την υπόλοιπη δαπάνη. Το 2016, με συντηρητικούς υπολογισμούς, το κράτος εκταμίευσε φανερά ή κρυφά (λ.χ. επιδότηση στον ΟΑΠ ΔΕΗ 500 εκ. ευρώ κ.λπ.) περισσότερα από 17 δισ. ευρώ ή το 10% του ΑΕΠ για την καταβολή των συντάξεων από τα ασφαλιστικά ταμεία. Από το 2001 έως και το 2015 το κράτος χρηματοδότησε τα ασφαλιστικά ταμεία με το ποσό των 214 δισ. ευρώ ή με 14,2 δισ. ευρώ περίπου κατά μέσο όρο ετησίως.
‒ Το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών για τον μέσο ασφαλισμένο του ΙΚΑ αντιστοιχεί περίπου στο 41% του συνολικού μισθολογικού κόστους του. Δηλαδή για κάθε 100 ευρώ που πληρώνει ο εργοδότης ο εργαζόμενος εισπράττει μόλις 59 ευρώ.
‒ Το ύψος των συντάξεων που καταβάλλονται από τα ταμεία δεν έχει προκύψει από αντίστοιχες αναλογιστικές μελέτες που θα αποφαίνονταν για τη βιωσιμότητα των ταμείων που τις χορηγούν, αλλά από διαχρονική και συνεχιζόμενη και σήμερα συναλλαγή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων με το πολιτικό σύστημα.
‒ Η παρούσα αξία των υποχρεώσεων του ασφαλιστικού συστήματος στους σημερινούς συνταξιούχους υπερβαίνει το 150% του ΑΕΠ.
‒ Η αύξηση της ανεργίας και η ύφεση που προκλήθηκε εξαιτίας των φόρων και του κρατικού γιγαντισμού δημιουργούν αναπόφευκτα πρόσθετες ανάγκες άμεσης χρηματοδότησης του συστήματος.
‒ Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα αγγίζουν το 40% του ΑΕΠ, ποσοστό που είναι μέσα στα υψηλότερα παγκοσμίως.
Τα δεδομένα αυτά αποκαλύπτουν την εντροπία του ασφαλιστικού συστήματος και την εξαιτίας της υπερθέρμανση της οικονομίας. Τα βάρη που συσσωρεύει το ασφαλιστικό πρόβλημα στην οικονομία είναι περισσότερη φορολογία, περισσότερη γραφειοκρατία, αποθάρρυνση επενδυτικού κλίματος, υπονόμευση της ανταγωνιστικότητας.
Μπροστά σ’ αυτή την εφιαλτική πραγματικότητα θλίψη προκαλούν οι αντιδράσεις σχεδόν του συνόλου του πολιτικού προσωπικού, των πανίσχυρων συντεχνιών και των πάσης φύσεως θεωρητικών του κρατισμού. Προτείνουν να χρηματοδοτήσουν το σύστημα από:
Α) τον προϋπολογισμό ή με άλλα λόγια με τα λεφτά των άλλων (δηλαδή των φορολογουμένων),
Β) από τις επιχειρήσεις με την περαιτέρω αύξηση των εργοδοτικών εισφορών ή με άλλα λόγια με τα λεφτά των άλλων (δηλαδή των επιχειρηματιών), καθώς και
Γ) από τους φόρους υπέρ τρίτων που κατ’ ευφημισμόν βαφτίζουν κοινωνικούς πόρους ή με άλλα λόγια με τα λεφτά των άλλων (δηλαδή των ανυποψίαστων καταναλωτών).
Οι παραπάνω λύσεις συνιστούν τις λεγόμενες «εύπεπτες» ή «εύκολες» λύσεις. Η ουσία είναι ότι καμμιά «εύκολη λύση» δεν αποτελεί στ’ αλήθεια λύση. Το θέατρο των εύκολων λύσεων παρουσιάζει, όπως γράφει και ο Μπαστιά, στα μάτια των θεατών δύο ήρωες, ενώ στη σκηνή υπάρχουν τρεις. Ο τρίτος, ο αφανής ήρωας (κατά περίπτωση ο φορολογούμενος, ο επιχειρηματίας, ο εργαζόμενος, ο καταναλωτής), είναι ο χαμένος της αθέμιτης συναλλαγής των άλλων δύο εμφανών ηρώων. Αλλά ο τρίτος ήρωας είναι και ο μόνος αληθινός. Είναι εκείνος που παράγει τον πλούτο ή κινητοποιεί τις δυνάμεις του ανταγωνισμού. Την καταστροφή του τελευταίου οι άλλοι δύο την εμφανίζουν παραπλανητικά σαν θεμιτό κέρδος για τους ίδιους και ουδέτερη για την οικονομία.
Η λύση του προβλήματος του ασφαλιστικού πρέπει να είναι πραγματική και ουσιαστική. Όπως απέδειξαν ο Σουμπέτερ και άλλοι, κάθε σύστημα (οργανισμοί, επιχειρήσεις, κράτη κ.ο.κ.) έχει βιολογικούς κύκλους. Όταν ολοκληρωθεί ένας κύκλος εξελίσσεται και μεταβαίνει σε άλλον. Εάν δεν προσαρμοστεί στις αλλαγές καταστρέφεται.
Έτσι και στην περίπτωση του ασφαλιστικού, αυτό έχει ολοκληρώσει εδώ και καιρό τον κύκλο του. Παραμετρικές αλλαγές δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα ούτε καν να το μεταθέσουν στο μέλλον. Εάν το ασφαλιστικό δεν αλλάξει εκ βάθρων, η κατάρρευσή του θα συμπαρασύρει και ό,τι άλλο έχει μείνει όρθιο στην οικονομία.
Η αλλαγή του συστήματος θα πρέπει να είναι δομική και αντιγραφειοκρατική. Θα πρέπει να δημιουργήσει ισχυρά κίνητρα στους εργαζόμενους, στις επιχειρήσεις και στις δυνάμεις της ασφαλιστικής αγοράς να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη του νέου συστήματος, ενώ το κράτος θα θέσει τους κανόνες και θα ελέγχει την αυστηρή τήρησή τους κατά τη λειτουργία του.
Η αρχιτεκτονική του νέου συστήματος θα πρέπει να υιοθετήσει ένα σύστημα τριών πυλώνων.
‒ Ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να εξαντλείται μόνο στον πρώτο πυλώνα, ο οποίος θα εξασφαλίζει σε όλους, υπό την προϋπόθεση ότι ζουν στην Ελλάδα για κάποιο χρονικό διάστημα (20 ή 25 ετών), μια βασική εθνική σύνταξη, η οποία θα πρέπει να είναι ίση ή ποσοστό του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου μισθού. Οι ασφαλιστικές εισφορές στον πρώτο πυλώνα καταργούνται καθώς και όλη η γραφειοκρατία του σημερινού συστήματος (ασφαλιστικές ενημερότητες, πορτοκαλί βιβλία, ελεγκτές, μπλοκάκια κ.ο.κ.). Η καταβολή της εθνικής σύνταξης σε άνδρες και γυναίκες γίνεται αυτόματα με την συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους.
‒ Στον δεύτερο πυλώνα λειτουργούν ιδιωτικά ταμεία υπό κρατική εποπτεία με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Η συμμετοχή είναι προαιρετική και οι εισφορές που κατατίθενται σ’ αυτά αποτελούν περιουσιακό στοιχείο του ασφαλισμένου. Πριν από κάποιο χρονικό όριο ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να αναλάβει τις εισφορές του, μπορεί όμως να αλλάξει ελεύθερα ταμείο. Τα ταμεία αυτά αντασφαλίζονται υποχρεωτικά. Παρέχεται κίνητρο να εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα οι εισφορές μέχρι κάποιο όριο στα ταμεία αυτά. Ενώ θεσπίζεται αφορολόγητο και στα ίδια τα ταμεία.
‒ Τρίτος πυλώνας είναι η ιδιωτική ασφάλιση. Οι εισφορές είναι επίσης προαιρετικές, αλλά η συμμετοχή σ’ αυτόν έχει περισσότερο επενδυτικό χαρακτήρα από τον δεύτερο.
Η μετάβαση στο νέο σύστημα δεν συνιστά απλή υπόθεση ακόμη κι αν μπορούσε να επιτευχθεί ευρεία συναίνεση. Πολλές φορές ο κληρονόμος καλείται να πληρώσει τα χρέη και τους φόρους της κληρονομιάς. Αυτό ακριβώς ισχύει και στην περίπτωσή μας. Στη μετάβαση στο νέο σύστημα θα δημιουργηθεί ένα κόστος κληρονομιάς (legacy cost). Στο κόστος αυτό συμπεριλαμβάνονται κυρίως οι τρέχουσες υποχρεώσεις του σημερινού συστήματος προς τους σημερινούς συνταξιούχους (για το ποσό που υπολείπεται από την εθνική σύνταξη, καθώς και εκείνους που δεν έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος).
Το κόστος αυτό πρέπει να αντιμετωπισθεί με σειρά μέτρων που δεν θα θίγουν το νέο ασφαλιστικό σύστημα και εντός μιας σχετικά σύντομης μεταβατικής περιόδου. Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να είναι:
‒ μείωση των μεγάλων συντάξεων που δεν αντιστοιχούν σε καταβληθείσες εισφορές,
‒ αξιοποίηση περιουσίας και διαθεσίμων των ασφαλιστικών οργανισμών,
‒ κατάργηση των έμμεσων πελατειακών επιδοτήσεων του κράτους σε ασφαλιστικά ταμεία των «ρετιρέ» των ΔΕΚΟ,
‒ επιστροφή στην εργασία όσων συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα από το 2012 και δεν έχουν συμπληρώσει το 60ό έτος,
‒ θέσπιση ειδικού τύπου ομολόγων ασφαλιστικού χρέους που θα εξαιρεθούν κατόπιν συμφωνίας από το σύνολο του δημοσίου χρέους,
‒ εξοικονόμηση πόρων από την κατάργηση των ασφαλιστικών ταμείων και
‒ μέρος εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις και μείωση του κράτους.
«Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων», κατά τον Κάρλ Πόππερ, σε μια πορεία διαρκώς μεταβαλλόμενων συνθηκών. Το πρόβλημα του ασφαλιστικού θα λυθεί όταν αντιληφθούμε τόσο το όφελος της αλλαγής όσο και το καταστροφικό κόστος της απραξίας.


* Ο Τάσος Ι. Αβραντίνης είναι δικηγόρος και αντιπρόεδρος της Δράσης.