Του ΚΩΣΤΑ ΓΡΙΒΑ
Εδώ και λίγο καιρό τείνει
να κυριαρχήσει στη χώρα μας μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η
ολοκληρωτική ταύτιση της χώρας μας με τις ΗΠΑ, εν όψει μάλιστα της
“αναπόφευκτης σύγκρουσης” Ουάσιγκτον-Άγκυρας (που συνεχώς έρχεται χωρίς
να φθάνει ποτέ…) είναι το καταλυτικό στοιχείο που θα επιτρέψει στην
Ελλάδα να αναβαθμιστεί γεωπολιτικά. Σ’ αυτές τις ράγες κινείται ήδη η
ελληνική εξωτερική και επί κυβέρνησης Τσίπρα και επί κυβέρνησης
Μητσοτάκη.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής, η Ελλάδα όφειλε να φέρει εις πέρας
ορισμένες αποστολές για λογαριασμό των ΗΠΑ. Μία εξ αυτών ήταν να
κλείσει, όπως-όπως, το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, όπως και έγινε.
Κι αυτό γιατί η Ουάσιγκτον ήθελε να εντάξει όσο το δυνατόν πιο σύντομα
τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ. Έτσι εγκλωβίζει έτι περαιτέρω τη Σερβία μέσα σε ένα
ΝΑΤΟϊκό κλοιό, ωθώντας την να κινηθεί και αυτή προς μια φιλοδυτική
κατεύθυνση. Γενικώς επιδιώκει να εντάξει όλα τα Βαλκάνια στην
αρχιτεκτονική ασφαλείας της Δύσης, εξαλείφοντας τη ρωσική επιρροή στην
περιοχή.
Όμως, ακόμη και στο πλαίσιο μιας άνευ όρων ταύτισης με τις ΗΠΑ, αυτή η
πολιτική είναι απλά λάθος για τη χώρα μας. Συγκεκριμένα, αν πράγματι η
Ελλάδα θα ήθελε να αποτελέσει το κομβικό στοιχείο της αμερικανικής
στρατηγικής στην περιοχή, το συμφέρον της θα ήταν οι άλλες χώρες των
Βαλκανίων να βρίσκονται εκτός του ελέγχου των ΗΠΑ. Ή ακόμη καλύτερα να
είναι εχθρικές έναντι αυτών.
Άλλωστε, κάτι τέτοιο ίσχυε και στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όπου η
Ελλάδα αποτελούσε ένα είδος “νησιού” μέσα στο κομμουνιστικά Βαλκάνια, με
αποτέλεσμα να έχει έναν σαφώς αυξημένο ρόλο μέσα στη γεωπολιτική
αρχιτεκτονική της Δύσης. Μέρος του ρόλου αυτού ήταν να λειτουργεί και ως
φάρος ευημερίας στην περιοχή.
Εξωτερική πολιτική και παθογένεια
Αντιθέτως, όσο οι γειτονικές μας χώρες εντάσσονται στη σφαίρα επιρροής
της Ουάσιγκτον, ο ρόλος της Ελλάδας μειώνεται. Με άλλα λόγια, στο
πλαίσιο μιας απόλυτα φιλοαμερικανικής πολιτικής, τα συμφέροντα της χώρας
μας δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκην με αυτά των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον θα ήθελε
όσο το δυνατόν πιο σταθεροποιημένα και υπό τον έλεγχό της τα Βαλκάνια.
Αντιθέτως, η Αθήνα, λογικά, θα επεδίωκε το αντίθετο, ώστε να
μεγιστοποιήσει τον βαθμό που είναι χρήσιμη και πολύτιμη για την
αμερικανική στρατηγική.
Αυτό, όμως, το απλό δεδομένο δεν φαίνεται να γίνεται κατανοητό από τις
ελληνικές ελίτ που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική. Κατά την άποψη
του γράφοντος, αυτή και άλλες παρόμοιες αντιφατικές ενέργειες δεν
αποτελούν απλώς κάποιες δυσλειτουργίες του μηχανισμού άσκησης εξωτερικής
πολιτικής. Εκφράζουν μια πολύ βαθιά παθογένεια της Ελλάδας, που είναι η
ίδια η έλλειψη εθνοκεντρικής γεωπολιτικής λειτουργίας. Και αυτή η
έλλειψη εντοπίζεται στα ίδια τα θεμέλια του σύγχρονου ελλαδικού κράτους.
Συγκεκριμένα, όταν φάνηκε ότι ήταν πλέον αδύνατη η αποφυγή της
δημιουργίας του ελλαδικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821, οι
“προστάτιδες δυνάμεις” της Δύσης ανέθεσαν σε αυτό γεωπολιτική αποστολή:
να λειτουργεί ως φράγμα έναντι της Ρωσίας ώστε να αποτρέψει την έξοδό
της στην κρίσιμης σημασία εσωτερική “λίμνη” του γεωσυστήματος
Ευρασίας-Αφρικής, δηλαδή στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε ρόλο φράγματος
Όμως, τη στιγμή που η Ελλάδα καλούνταν να παίξει το ρόλο του φράγματος
ενάντια στη Ρωσία, ταυτοχρόνως είχε ισχυρούς πολιτισμικούς,
θρησκευτικούς και ιστορικούς δεσμούς μαζί της. Οι δε λαϊκές μάζες ήταν
σε σημαντικό βαθμό φιλορωσικές. Για να επιλυθεί ο γόρδιος δεσμός αυτής
της αντιφατικής κατάστασης, οι “προστάτιδες δυνάμεις” κατανόησαν ότι θα
έπρεπε να δημιουργήσουν στο νέο κράτος μια ελεγχόμενη από αυτές
εσωτερική πραγματικότητα.
Έτσι, η πολιτική εξουσία, καθώς και οι αναγκαίες προεκτάσεις της στην
κρατική γραφειοκρατία, στον πνευματικό κόσμο και κυρίως στους
μηχανισμούς σχεδιασμού και άσκησης εξωτερικής πολιτικής, έπρεπε να
μην υπηρετούν τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Να υπηρετούν πρωτίστως τη
λειτουργία του ελλαδικού κράτους ως φράγματος έναντι της Ρωσίας.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αποκτήσει έναν μηχανισμό
εθνοκεντρικής εξωτερικής πολιτικής, γιατί η ίδια η έννοια του εθνικού
συμφέροντος αντέβαινε τη λειτουργία που της είχαν αναθέσει: να
λειτουργεί σαν φράγμα ενάντια στη Ρωσία. Κι αυτό, επειδή η ελληνική
εθνική και λαϊκή ταυτότητα προωθούσε τη σύζευξη και όχι την εχθρότητα
μαζί της.
Από τις κανονιοφόρους στο ΔΝΤ
Όποτε δε αυτός ο εσωτερικός μηχανισμός δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας
την αποστολή του, η ευρωπαϊκή στρατιωτική ισχύς αναλάμβανε να δώσει
λύση. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρετανικά και ενίοτε και γαλλικά
πολεμικά πλοία υπενθύμιζαν δια των πυροβόλων τους στην Ελλάδα τη δουλειά
που είχε να κάνει. Από τον Εμφύλιο η κατάσταση έγινε πιο πολύπλοκη και
την αποστολή αυτή ανέλαβαν οι ΗΠΑ, που είχαν πάρει στο μεταξύ τη σκυτάλη
από την παραπαίουσα Βρετανική Αυτοκρατορία. Η αμερικανική στρατιωτική
ισχύς συνδυάστηκε με τη δημιουργία ενός αστυνομικού-αυταρχικού κράτους,
αλλά και με τεράστιες ροές κεφαλαίων προς την ελληνική οικονομία.
Από τη Μεταπολίτευση και μετά, με τη σταδιακή παρακμή του αστυνομικού
κράτους αλλά και την επικίνδυνη γιγάντωση του αντιαμερικανισμού στην
ελληνική κοινωνία, οι Δυτικοί επικυρίαρχοι κατανόησαν ότι έπρεπε να
αλλάξουν στρατηγική. Έτσι, επένδυσαν σχεδόν ολοκληρωτικά στο ευρωπαϊκό
μέλλον της Ελλάδας. Οι κρουνοί των ευρωπαϊκών ταμείων άνοιξαν και
ποταμοί χρήματος εισέρρευσαν στη χώρα, ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο
των Ελλήνων, αλλά και διαιωνίζοντας την κυριαρχία των υπαρχόντων
δυτικότροπων ελίτ.
Όμως, το ευρωπαϊκό χρήμα είχε και αυτό τα όριά του και σύντομα έδωσε και
πάλι την σκυτάλη στην ωμή ισχύ. Τη φάση του απατηλού πλούτου
διαδέχθηκε, αναπόφευκτα, η φάση της παραλυτικής φτώχειας και επιστρέψαμε
στην εποχή της βίας και των απειλών. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν τα
πυροβόλα των αγγλικών πολεμικών που θα αναλάμβαναν να διατηρήσουν την
Ελλάδα στη δυτική σφαίρα επιρροής. Ήταν οι “διεθνείς” (δηλαδή οι
ελεγχόμενοι από τη Δύση) οίκοι αξιολόγησης, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα. Έτσι, η έλλειψη γεωπολιτικής αυθυπαρξίας της Ελλάδας
και η συνεπακόλουθη λειτουργία της ως χώρα-οχυρό της Δύσης εξασφαλιζόταν
πλέον δια της απειλής ακόμη πιο ακραίας φτώχειας.
Η “ελπίδα” στις ΗΠΑ
Και αυτή η περίοδος, όμως, δεν μπορούσε να κρατήσει για πάντα. Ο φόβος
έπρεπε να δώσει σταδιακά τη θέση του σε κάποιας μορφής ελπίδα. Στην αρχή
αυτής της φάσης φαίνεται πως βρισκόμαστε σήμερα. Κύριο χαρακτηριστικό
της είναι μια ανορθολογική ταύτιση με τις ΗΠΑ. Η επιλογή αυτή θα είχε,
ίσως, κάποιο νόημα εάν εδραζόταν πάνω σε μια δομή διαμόρφωσης εξωτερικής
πολιτικής, η οποία θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτή θα ήταν η
βέλτιστη πολιτική για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Όμως, αυτό προϋποθέτει μια εθνοκεντρική γεωπολιτική λειτουργία, την
οποία –όπως υποστηρίξαμε πιο πάνω– η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να
αναπτύξει. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει εις βάρος της
πρωταρχικής γεωπολιτικής αποστολής της στο πλαίσιο της δυτικής
στρατηγικής. Είναι δεδομένο ότι αν δεν υπάρχει αυτή η εθνοκεντρική
γεωπολιτική λειτουργία δεν μπορούμε να μιλάμε για ελληνική εξωτερική
πολιτική (φιλοαμερικανική, φιλοευρωπαϊκή ή οτιδήποτε άλλο), αλλά για
ανυπαρξία πολιτικής. Άρα, δεν μπορούμε να περιμένουμε και τίποτε καλό να
προκύψει για τη χώρα μας.
Είναι βέβαιο ότι όλα τα παραπάνω θα ακούγονται σε πολλούς από ανεδαφικά,
αφελή και υπεραπλουστευτικά έως συνωμοσιολογικά. Το γεγονός, όμως,
παραμένει ότι η Ελλάδα δείχνει διαχρονικά να ακολουθεί μια πολιτική που
δεν έχει στον πυρήνα της τα εθνικά συμφέροντα, αλλά συμφέροντα άλλων
χωρών και γεωπολιτικών σχηματισμών. Και αυτό με τη λογική ότι η Ελλάδα
“είναι πολύ μικρή για να έχει δικά της συμφέροντα”! Θα πρέπει να “ανήκει
εις την Δύσιν”, αποτελώντας ουσιαστικά περιουσιακό της στοιχείο και όχι
λειτουργώντας ως ανεξάρτητο στοιχείο μιας γεωπολιτικής δομής. Και κάτι
τέτοιο φαίνεται πως ισχύει ακόμη και σήμερα.
Αν θέλουμε λοιπόν να σχεδιάσουμε την όποια εθνική στρατηγική για
το μέλλον, το πρώτο βήμα είναι να διεκδικήσουμε τον εαυτό μας. Να
αποκτήσουμε μια αυτόνομη, αυτόφωτη και εθνοκεντρική γεωπολιτική
λειτουργία και μετά να δούμε αν οι πολιτικές που θα ακολουθήσουμε θα
είναι φιλοαμερικανικές, φιλορωσικές, φιλοσουηδικές ή οτιδήποτε άλλο. Έως
ότου, λοιπόν, επιτευχθεί κάτι τέτοιο, νομιμοποιούμαστε να έχουμε και
αναγνώσεις της πραγματικότητας, όπως αυτή που εκθέσαμε ανωτέρω.
Ο
Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη
Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας
στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών
Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΠΗΓΗ: apopseis
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου