Η Ελλάδα του 1947 ήταν μια χώρα που περιστοιχιζόταν από καταστροφές. Είχε ήδη υποστεί την καταστροφή της ναζιστικής κατοχής, διένυε την καταστροφή του εμφυλίου πολέμου και, την ίδια στιγμή, βρισκόταν στα πρόθυρα της οικονομικής καταστροφής. Τα τρία τέταρτα του συνόλου των κτιρίων που υπέστησαν ζημιές στον
πόλεμο ήταν ολοσχερώς κατεστραμμένα, η διώρυγα της Κορίνθου παρέμενε
κλειστή, ενώ το 85% του οδικού δικτύου ήταν είτε σε κακή κατάσταση ή και
εντελώς απροσπέλαστο. Οι αγροτικές υποδομές όπως και τα αρδευτικά
συστήματα ήταν απαρχαιωμένα, οι όποιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις είχαν
πληγεί κι αυτές από τον πόλεμο, ενώ πολλά αλιευτικά σκάφη είχαν υποστεί
σοβαρές ζημιές. Ο πληθωρισμός είχε αγγίξει δυσθεώρητα ύψη. Η οικονομική
διοίκηση ήταν αδύνατο να λειτουργήσει ομαλά, ακόμη και σε επίπεδο
συλλογής δεδομένων, πόσω μάλλον εσόδων.
Σε αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες, η χώρα είχε παραμείνει όρθια
βασικά εξαιτίας των 700 εκατομμυρίων δολαρίων εξωτερικής βοήθειας που
είχε λάβει από το τέλος του πολέμου κι έπειτα. Ωστόσο, και τα δυο βασικά
προγράμματα της βοήθειας αυτής -εκείνο του Οργανισμού Περιθάλψεως και
Αποκαταταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών (της γνωστής UNRRA) και εκείνο της
Βρετανικής Οικονομικής Αποστολής- επρόκειτο να λήξουν εντός του έτους.
Σε αυτήν την περίπτωση, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης θα μπορούσαν
μετά βίας να καλύψουν το 40-50% των δαπανών της. Πρακτικά, η οικονομία
θα βρισκόταν τότε σε κενό αέρος.
Σε αυτή τη χώρα κατέφθασε ο Πολ Α. Πόρτερ, στις 18 Ιανουαρίου 1947. Ο
Πρέσβης και επικεφαλής της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στην
Ελλάδα μαζί με τα υπόλοιπα έντεκα μέλη παρέμειναν στη χώρα έως τις 22
Μαρτίου. Ο σκοπός της Αποστολής ήταν, ελλείψει αξιόπιστων επίσημων
στοιχείων, να καταγράψει τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας και
τις ανάγκες της για τα επόμενα χρόνια σε μια εκτενή έκθεση, την οποία
και θα παρέδιδε στην αμερικανική κυβέρνηση. Η τελευταία, στο πλαίσιο του
Ψυχρού Πολέμου, επεξεργαζόταν ήδη το ενδεχόμενο να αναμιχθεί ενεργά στη
διαδικασία ανασυγκρότησης της περιοχής, μέσω της πολιτικής που έγινε
αργότερα γνωστή ως δόγμα Τρούμαν.
Η έκθεση της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στην Ελλάδα, η Έκθεση
Πόρτερ όπως καθιερώθηκε να λέγεται, φυλάσσεται σήμερα σε μια από τις
δεκατρείς προεδρικές βιβλιοθήκες του Εθνικού Αρχείου των ΗΠΑ (NARA),
στην Harry S. Truman Library & Museum στο Μιζούρι. Αποτελεί ίσως την
πρώτη τόσο αναλυτική καταγραφή του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου τον
20ο αιώνα και δημοσιεύεται για πρώτη φορά σε πλήρη μορφή από τη
διαΝΕΟσις. Ο Πόρτερ και η ομάδα του, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή της
έκθεσης, κατά τη διάρκεια της έρευνας συνομίλησαν με "αγρότες,
αξιωματούχους της κυβέρνησης, εργάτες, επιχειρηματίες, οικονομολόγους,
και εκατοντάδες άλλους ανθρώπους και φορείς". Σε μια κομβική στιγμή της
ελληνικής ιστορίας, οπότε τα στατιστικά στοιχεία ήταν δυσεύρετα ή και
ανύπαρκτα, η Έκθεση Πόρτερ καταγράφει με αξιοθαύμαστη λεπτομέρεια τους
μηχανισμούς, τα μεγέθη, τις δυνατότητες και τα εμπόδια της ελληνικής
οικονομίας. Επιπλέον, σε δεύτερο επίπεδο, αντανακλά τη συνολική εικόνα
της χώρας και του τρόπου ζωής των ανθρώπων την εποχή εκείνη.
Διατρέχοντας την έκθεση σήμερα, δεν μπορεί κάποιος να μη σταθεί στις
παρατηρήσεις του Πόρτερ, ενός προοδευτικού φιλελεύθερου νομικού, οι
οποίες επισημαίνουν τις παραδοσιακές παθογένειες της ελληνικής
πολιτικής, κοινωνικής και ασφαλώς οικονομικής κατάστασης. Ήταν άλλωστε
αυτή ακριβώς η Έκθεση που αποτέλεσε την αρχή μιας μακράς περιόδου που η
ελληνική οικονομία βρέθηκε, όπως και σήμερα, υπό οικονομική επιτήρηση
προκειμένου να αποφύγει την κατάρρευση.
Θα ήταν ξεκάθαρα άστοχο να γίνουν συγκρίσεις με τη σημερινή
κατάσταση. Ακόμη πιο άστοχο θα ήταν να γίνουν συγκρίσεις με τις
πολιτικές που ακολουθούνται στην παρούσα, εντελώς διαφορετική, εξάρτηση
της ελληνικής οικονομίας από προγράμματα στήριξης. Ωστόσο, το πνεύμα που
διατρέχει τόσο την έκθεση όσο και τα "παράλληλα" κείμενά της - τα
ημερολόγια του Πόρτερ και η γνωστή μαρτυρία της ελληνικής εμπειρίας του
στο περιοδικό Collier’s- θέτουν μια σειρά από διαχρονικά ερωτήματα, για
τους Έλληνες και για τους Αμερικανούς, τα οποία δεν έχουν εύκολες
απαντήσεις.
"Σε κατάσταση χάους"
Στην Έκθεσή του, ο Πόρτερ (παρ’ όλο που πρόκειται για ένα καθαρά
τεχνικό κείμενο) χρησιμοποιεί συχνά δραματικές εκφράσεις προκειμένου να
υπογραμμίσει την επείγουσα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα το
1947. Σε κάποιο σημείο σημειώνει ότι η τοπική οικονομία βρίσκεται "σε
κατάσταση χάους" ("a state of chaos"). Και πράγματι, δύσκολα θα μπορούσε
κάποιος να ισχυριστεί ότι ο χαρακτηρισμός είναι υπερβολικός.
Για το οικονομικό έτος 1947-48, οι δαπάνες της κυβέρνησης είχαν
υπολογιστεί ότι βρίσκονται στο 200% από το ποσό που χρειαζόταν
προπολεμικά. Ο δυσθεώρητες στρατιωτικές δαπάνες -το 32% του
προϋπολογισμού!- εξαιτίας του εν εξελίξει εμφυλίου και του κλίματος
"ανασφάλειας και αστάθειας" καθιστούσαν "κάθε ορθολογικό σχεδιασμό
αδύνατο". Τα σώματα ασφαλείας απασχολούσαν περίπου 172.000 υπαλλήλους. Ο
ίδιος ο Πόρτερ σημειώνει ξεκάθαρα ότι “η εσωτερική ειρήνη και η
διευθέτηση των εδαφικών διαφορών είναι οι δυο πιο σημαντικοί παράγοντες
στην ανασυγκρότηση".
Πέρα από την επείγουσα εσωτερική κατάσταση, η Έκθεση σημειώνει ότι το
κράτος έπρεπε να καλύψει ένα μισθολογικό κόστος των δημοσίων υπαλλήλων
που ήταν κατά 44% μεγαλύτερο σε σχέση με το ποσό πριν από τον πόλεμο,
ενώ και ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων είχε αυξηθεί δυσανάλογα με το
κόστος, κατά 65%. Πρόκειται για ένα ανθρώπινο δυναμικό που
χαρακτηρίζεται "εκτεταμένο, υποαμοιβόμενο και απογοητευμένο". Ο Πόρτερ
υπολογίζει μάλιστα ότι το 20% των Ελλήνων -περίπου 1,5 εκατομμύριο
πολίτες- σε εκείνη τη φάση ήταν είτε δημόσιοι υπάλληλοι είτε εξαρτημένοι
από το κράτος. Ακόμη, αναφέρεται σε επιπλέον ένα εκατομμύριο απόρους,
εξαρτημένους από κρατική βοήθεια.
Ασφαλώς, η εικόνα των δημοσίων εσόδων δεν ήταν ούτε κι αυτή ιδιαίτερα
ελπιδοφόρα. Η κυβέρνηση είχε επιβάλει 45 φόρους οι οποίοι λειτουργούσαν
συνήθως κλιμακωτά (ad valorem) αλλά εισέφεραν πολύ μικρά ποσά στα
δημόσια ταμεία. Η Έκθεση αποτυπώνει με μεγάλη λεπτομέρεια το φορολογικό
σύστημα της εποχής, όπως και την αναποτελεσματικότητά του. Επιπλέον,
αναφέρεται στις απαρχαιωμένες λογιστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνταν
και επέστρεφαν αναξιόπιστα στατιστικά δεδομένα, καθώς και στον
δυσλειτουργικό και αδιαφανή τρόπο με τον οποίο μοιραζόταν η βοήθεια της
UNRRA, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι "ο χρόνος που εξαγοράστηκε με
αυτήν δεν αξιοποιήθηκε".
Εν πολλοίς, το έλλειμμα του προϋπολογισμού για το 1947 υπολογιζόταν
ότι θα φτάσει τα 290 εκατ. δολάρια, δηλαδή μόλις 10 εκατ. δολάρια
λιγότερα από το σύνολο της βοήθειας που είχε χορηγηθεί στη χώρα το 1946.
Η εκτόξευση του πληθωρισμού
Ωστόσο, μακράν το πιο σημαντικό αμιγώς οικονομικής φύσης πρόβλημα που
αντιμετώπιζε η Ελλάδα το 1947 ήταν βεβαίως ο πληθωρισμός του εθνικού
νομίσματος. Παρ’ όλο που θεωρητικά το 1946 ήταν έτος που ο ιλιγγιώδης
ρυθμός των υποτιμήσεων της δραχμής ανακόπηκε, αυτό είχε συμβεί κυρίως
λόγω των πόρων της UNRRA που "έμπαιναν" στη χώρα σε "σκληρό συνάλλαγμα",
αλλά και λόγω της πρόσφατης πώλησης αποθεμάτων χρυσού από την Τράπεζα
της Ελλάδος. Καθώς η φύση και των δυο αυτών παραγόντων ήταν
"πεπερασμένη", το οικονομικό αδιέξοδο βρισκόταν και πάλι προ των πυλών. Η
ισοτιμία με το δολάριο αναμενόταν να φτάσει το αστρονομικό 1 προς
7.000. Παρά τους αυστηρούς ελέγχους των εισαγωγών καθώς και κάποια μέτρα
ελέγχου των τιμών και των ενοικίων που βρίσκονταν σε ισχύ, η έκδοση
χαρτονομισμάτων είχε αρχίσει εκ νέου να μοιάζει ασυγκράτητη.
Η κατάσταση αυτή είχε βεβαίως και κάποια θετικά. Λόγω ακριβώς του
μεγάλου πληθωρισμού, αλλά και της εκτίναξης της ζήτησης για ελαιόλαδο,
οι εξαγωγές είχαν αυξηθεί περίπου κατά 50% σε σχέση με πριν από τον
πόλεμο. Είναι ενδεικτικό το ότι στην εγχώρια αγορά υπήρχε η ιδέα το
ελαιόλαδο να αναμιγνύεται με φτηνό εισαγόμενο βαμβακέλαιο, ώστε αφενός
να συγκρατηθεί η τιμή του λαδιού εντός της χώρας και αφετέρου να μειωθεί
η εγχώρια κατανάλωση και να απομείνουν περισσότερα αποθέματα ελαιόλαδου
προς εξαγωγή. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση η ελληνική παραγωγή δεν ήταν
σε θέση να εξισορροπήσει τα δεινά που έφερε η διαρκής υποτίμηση. Ούτως ή
άλλως, ακόμη και πριν τον πόλεμο, η χώρα δεν διέθετε βαριά βιομηχανία
-και σίγουρα δεν θα την αποκτούσε υπό τη μεγάλη πίεση που δεχόταν το
1947.
Οι μεταφορές αντιμετώπιζαν σοβαρότατες δυσχέρειες καθιστώντας το
εμπόριο ιδιαίτερα δύσκολο. 13 από τα 15 χιλιάδες χιλιόμετρα δρόμων
βρίσκονταν είτε σε κακή κατάσταση ή ήταν εντελώς κατεστραμμένα. Οι
γέφυρες και τα τούνελ απ’ όπου περνούσαν οι σιδηροδρομικές γραμμές
Πειραιάς - Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη - Γευγελή και Πλατύ - Κρεμένιτσα
είχαν επίσης καταστραφεί. Το ίδιο συνέβαινε και με τα μεγάλα λιμάνια,
του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα, μετά την απελευθέρωση μόνο
6 χιλιάδες συνδρομητές είχαν τηλέφωνο.
Οι αγροτικές εγκαταστάσεις είχαν επίσης καταστραφεί, ενώ όσες είχαν
απομείνει χρησιμοποιούσαν απαρχαιωμένες τεχνολογίες και αντιμετώπιζαν
μεγάλες προκλήσεις στο θέμα της άρδευσης. Ακόμη ήταν δύσκολη και η
αλιεία, καθώς πολλά σκάφη είχαν χρησιμοποιηθεί -και καταστραφεί- στον
πόλεμο. Το σύνολο της οικονομίας, με την εξαίρεση της ναυτιλίας,
βρισκόταν σε ιδιαίτερα δεινή κατάσταση.
Ταυτόχρονα, το κράτος είχε προβεί σε μια σειρά παρεμβάσεων στην
οικονομία, όχι πάντοτε ορθολογικών ή εύκολα εξηγήσιμων. Για παράδειγμα,
το κράτος "κρατούσε" μονοπωλιακά την παραγωγή μιας σειράς ετερόκλητων
αγαθών: των τσιγαρόχαρτων, των τραπουλών, των σπίρτων, του κινίνου, των
γλυκαντικών, της σμυρίδας, της κηροζίνης και του αλατιού. Ακόμη, είχε
αναλάβει προσωρινά και τις θαλάσσιες μεταφορές των πολιτών.
Βεβαίως, εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας, τα όποια ιδιωτικά
επενδυτικά κεφάλαια ήταν ανύπαρκτα. Ωστόσο, ο Πόρτερ δεν είχε
αποκαρδιωθεί εντελώς. Αν και πολύ συχνά "στόλιζε" την ελληνική
οικονομική ελίτ για την ανεπάρκειά της στα ημερολόγιά του, όταν έπρεπε
να παρουσιάσει ο ίδιος την Έκθεσή του ενώπιον της Γερουσίας τον Απρίλιο
του 1947 υπήρξε αισιόδοξος. "Δεν υπάρχει τρόπος να μετρήσει κάποιος το
διαθέσιμο για επενδυτικούς σκοπούς ύψος του ιδιωτικού κεφαλαίου",
δήλωσε, "όμως έχω την πεποίθηση ότι αφότου γίνει αισθητό ότι η πολιτική
και οικονομική σταθερότητα είναι εφικτές, η εγχώρια ιδιωτική πρωτοβουλία
θα συνεισφέρει σημαντικά στην ελληνική ανάκαμψη". Δυστυχώς, η πολιτική
και η οικονομική αβεβαιότητα δεν επρόκειτο να εκλείψουν σύντομα.
Όλα τα παραπάνω εκτυλίσσονταν όμως σε ένα περιβάλλον, όπου οι
κοινωνικές ανισότητες διευρύνονταν. Αυτές οι ανισότητες μοιραία
επηρέαζαν την ψυχολογία της εργατικής τάξης. Ο Πόρτερ, στην εισαγωγή της
έκθεσης αναφέρεται στο θέμα σημειώνοντας τις ευθύνες της πολιτική ελίτ:
"Υφίσταται μια ευρεία ανισότητα στις συνθήκες διαβίωσης και στο
εισόδημα σε όλη τη χώρα. Οι επωφελούμενοι -έμποροι, κερδοσκόποι και
μαυραγορίτες- θριαμβεύουν μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια, ένα
πρόβλημα το οποίο καμία κυβέρνηση δεν έχει καταπολεμήσει με
αποτελεσματικό τρόπο. Την ίδια στιγμή, οι μάζες απλώς επιβιώνουν. Οι
επωφελούμενοι είναι σχετικά λίγοι και ο συνολικός πλούτος τους, στην
περίπτωση που μοιραζόταν στον πληθυσμό, θα έφερνε μικρή βελτίωση των
γενικών συνθηκών διαβίωσης. Παρ’ όλα αυτά ο πολυτελής τρόπος ζωής εν
μέσω φτώχειας πικραίνει τις μάζες και υπερτονίζει τις δυσκολίες των
φτωχών".
"Ήθος, ικανότητα και τακτ"
Η Οικονομική Αποστολή έφτασε στην Ελλάδα μετά από αίτημα του
ελληνικού κράτους για βοήθεια 175 εκατομμυρίων δολαρίων από τις ΗΠΑ.
Ουσιαστικά, καθώς οι υπολογισμοί που συνόδευαν το ελληνικό αίτημα
θεωρήθηκαν εξαιρετικά πρόχειροι από τους Αμερικανούς τεχνοκράτες, το
Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέστειλε την ομάδα του Πόρτερ προκειμένου να
αποκτήσει ιδία εικόνα της κατάστασης. Μετά την επιτόπια έρευνα της
Αποστολής, η Έκθεση πρότεινε την αποστολή βοήθειας ύψους 335
εκατομμυρίων δολαρίων για πέντε χρόνια.
Πώς όμως επρόκειτο να κατανεμηθεί αυτή η βοήθεια; Με ποια δομή και με
ποιες προτεραιότητες; Η Έκθεση Πόρτερ είναι απολύτως σαφής σε αυτά τα
σημεία. Αφενός προτείνει τον απευθείας έλεγχο της αξιοποίησης των πόρων
από αμερικανική αποστολή περίπου πενήντα ατόμων διορισμένων σε
θέσεις-κλειδιά της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Η αποστολή αυτή
υποστηρίζει ότι θα πρέπει να είναι ανεξάρτητη από την Αμερικανική
Πρεσβεία στην Αθήνα και να αναφέρεται σε έναν επικεφαλής. Όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά "οι Αμερικανοί που θα επωμιστούν αυτό το ρίσκο θα πρέπει
να είναι άνθρωποι με κύρος, ικανότητα και διακριτικότητα"("men of
character, ability and tact").'
Και, βεβαίως, θέτει μια σειρά από στόχους πολιτικής προς επίτευξη.
Κατά βάση, ως γνήσιο "παιδί" του New Deal που ήταν, ο Πόρτερ τάσσεται
υπέρ μιας μετριοπαθούς κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, προκειμένου
να ενισχυθούν οι εξαγωγές αλλά και να συγκρατηθούν περαιτέρω οι
εισαγωγές, οι τιμές, το συνάλλαγμα και τα ενοίκια. Ακόμη εισηγείται μια
σειρά δημοσιονομικών και φορολογικών μεταρρυθμίσεων προκειμένου να
βελτιωθεί η δημόσια διοίκηση. Για την τελευταία, η εισήγηση περιλαμβάνει
και μείωση του όγκου της, μέσω απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων αλλά και
συγκράτησης ή συγχώνευσης δομών. Μάλιστα, προτείνεται και μικρότερος
αριθμός υπουργείων.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πράγματι προέκρινε σε γενικές γραμμές το σχέδιο
Πόρτερ. Ο ίδιος ο Πόρτερ παρέμεινε στην Ελλάδα ως επικεφαλής της
Αποστολής που διαχειριζόταν τα χρήματα αυτά μέχρι το 1950. Έφυγε
δίνοντας μια συγκινησιακά φορτισμένη ομιλία σε εκδήλωση προς τιμήν του
με παρόντα τον τότε Αντιπρόεδρο της ελληνικής κυβέρνησης, Γεώργιο
Παπανδρέου.
Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, ακόμη περισσότερη αμερικανική βοήθεια
θα κατέφθανε στην Ελλάδα. Υπάρχει διαθέσιμη βιβλιογραφία σχετικά με τον
ρόλο των κονδυλίων αυτών στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού ελληνικού
κράτους. Εν πολλοίς είναι κοινώς παραδεκτό ότι αρχικά σε κάποιο βαθμό
εφαρμόστηκαν οι πολιτικές για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας
με την αμερικανική βοήθεια, οι οποίες τόσο λεπτομερώς και φιλόδοξα
περιγράφονταν στην Έκθεση Πόρτερ. Ωστόσο, αργότερα η πολιτική αυτή
αναθεωρήθηκε, λόγω της εξέλιξης του Ψυχρού Πολέμου. Γι’ αυτό τον λόγο, η
αποτίμηση αυτών των προγραμμάτων στήριξης παραμένει ακόμα και σήμερα
μια σύνθετη υπόθεση.
Ωστόσο, η Έκθεση Πόρτερ, από μόνη της, αποτελεί ένα ενδιαφέρον
τεκμήριο. Είναι μια σε βάθος ανάλυση, που επιχειρεί με ειλικρινή και
ευθύ τρόπο να απαντήσει σε μια θεμελιώδη ερώτηση: Πώς ανασυγκροτείται
μια κατεστραμμένη χώρα;
dianeosis.org
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου