Καινούργια άρθρα, που δεν υπήρχαν στην προηγούμενη έκδοσή του, περιλαμβάνει ο “Κλεισθένης Ι” που κατατίθεται σε λίγο στη Βουλή. Μεταξύ αυτών, άρθρα που ανατρέπουν τις καθημερινές οικονομικές διαδικασίες σε όλους τους Δήμους της Χώρας.
Πρόκειται για τις διατάξεις 203 έως και 207 που κεντρικό στόχο έχουν την απλοποίηση και επιτάχυνση διαδικαστικών βημάτων, με απάλειψη άσκοπων Αποφάσεων και περιττών διοικητικών βαρών, όπως άλλωστε έχουν επανειλημμένως εντοπίσει και ζητήσει οι Αιρετοί.
Το εάν αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται στην πράξη, παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο, καθώς οι νομοθετικές παρεμβάσεις χαρακτηρίζονται, ιδίως, από αποσπασματικότητα.
Ειδικότερα, με το αρ.203 απονέμεται στο ΔΗΜΑΡΧΟ η αρμοδιότητα να αποφασίζει για την ΕΓΚΡΙΣΗ των ΔΑΠΑΝΩΝ και τη ΔΙΑΘΕΣΗ ΟΛΩΝ των εγγεγραμμένων στον προϋπολογισμό ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ (συμπεριλαμβανομένων των πιστώσεων που εγγράφονται με αναμόρφωση).
Ορίζεται ρητά ότι, για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, ΔΕΝ απαιτείται προηγούμενη απόφαση συλλογικού οργάνου, παρά ΜΟΝΟ εάν κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ της πίστωσης.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για να γίνει κατανοητό τι νοείται στο εξής “εξειδίκευση της πίστωσης”, αναφέρεται το αρ.202 του Κώδικα Δήμων περί παροχής επιχορηγήσεων και βοηθημάτων: η αρχική εγγραφή στον π/υ καθορίζει το ύψος του συνολικού προς διάθεση χρηματικού ποσού, όμως από τη φύση της δεν μπορεί να καθορίζει τους τελικούς δικαιούχους. Οπότε, εν προκειμένω, απαιτείται προς τούτο απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, πριν τη διάθεση πίστωσης από το Δήμαρχο.
Το ίδιο άρθρο προβλέπει ότι σε διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας όπου ορίζεται το Δημοτικό Συμβούλιο ως όργανο αρμόδιο για την έγκριση της δαπάνης και τη διάθεση της πίστωσης, νοείται ΕΦ' ΕΞΗΣ Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ.
Με την αμέσως επόμενη διάταξη, το αρ.204, νομοθετείται ότι Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΔΑΠΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΤΟΛΕΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ. Όπου σε κείμενες διατάξεις ορίζεται ότι ο Δήμαρχος υπογράφει ή συνυπογράφει πράξεις εκκαθάρισης και χρηματικά εντάλματα πληρωμής ή ότι εκδίδει χρηματικά εντάλματα, νοείται στη θέση του ο προϊστάμενος οικονομικών υπηρεσιών ή τα ιεραρχικώς υφιστάμενα όργανα που εξουσιοδοτούνται από αυτόν.
Σημειώνεται ότι ο νομοθέτης λαμβάνει ειδική μέριμνα για τους μικρούς Δήμους και για τα δημοτικά ΝΠΔΔ που δεν διαθέτουν διοικητικό προσωπικό και ταμειακή υπηρεσία, με ειδικές προβλέψεις.
Επιπλέον, ρυθμίζει τι γίνεται σε σειρά περιπτώσεων της καθημερινότητας, όπως:
- ο χειρισμός περιπτώσεων έγγραφης άρνησης του προϊσταμένου οικονομικών υπηρεσιών,
- η υπογραφή της πράξης ακύρωσης χρηματικών ενταλμάτων διαρκούντος του έτους,
- η απονομή της αρμοδιότητας στο Δήμαρχο να καταλογίζει με πράξη του αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές σε βάρος των λαβόντων υπαλλήλων,
- η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ έκδοσης ή συνυπογραφής ή παραλαβής ή εξόφλησης ΕΠΙΤΑΓΩΝ από το Δήμαρχο για λογαριασμό του Δήμου και γενικά της ανάμιξής του σε διαχειριστικές ενέργειες της ταμειακής υπηρεσίας.
Στο Άρθρο της ίδιας θεματικής ενότητας του Κλεισθένη1 που ακολουθεί, το 205, το Ν/Σ επιχειρεί να ξεκαθαρίσει με σαφήνεια ποιος υπάλληλος του Δήμου θεωρείται προϊστάμενος οικονομικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, ενώ γίνεται ειδική πρόβλεψη και για τους μικρούς Δήμους που, λόγω έλλειψης προσωπικού και οργανικών μονάδων, δεν διαθέτουν προϊστάμενο οικονομικών υπηρεσιών.
Στη συνέχεια, το αρ.206 προβλέπει διαδικαστικές μεν, ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ δε ρυθμίσεις για την οικονομική λειτουργία των Δήμων, επιχειρώντας να εξαλείψει περιττά γραφειοκρατικά εμπόδια.
Συγκεκριμένα για την εκκίνηση της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης ΕΡΓΟΥ, ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ή ΓΕΝΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΕΝ απαιτείται εκ νέου απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, καθώς αυτή έχει επί της ουσίας ληφθεί κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού και του τεχνικού προγράμματος.
Με εξαίρεση τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, στις λοιπές περιπτώσεις απαλλοτρίωσης η Απόφαση του Δημάρχου για την ανάληψη της υποχρέωσης εκδίδεται πριν από την Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, καθώς κάτι τέτοιο αποτελεί προαπαιτούμενο από τη νομοθεσία που διέπει τις απαλλοτριώσεις.
ΔΕΝ απαιτείται απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου:
α) για την εγγραφή του Δήμου ως συνδρομητή σε εφημερίδες, περιοδικά ή άλλα έντυπα που κρίνονται χρήσιμα για τη λειτουργία του Δήμου καθώς και σε ηλεκτρονικές βάσεις πληροφοριών,
β) για την επιστροφή χρηματικών ποσών αχρεωστήτως εισπραχθέντων από Δήμους.
Τέλος, η ρύθμιση του Αρ.207, επικαιροποιεί το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΠΑΓΙΑΣ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗΣ, ως προς τον τρόπο φύλαξης του χρηματικού ποσού αυτής από τον εκάστοτε υπόλογο, επιχειρώντας να ρυθμίσει προβλήματα που έχουν προκύψει στη διαχείρισή της.
Ορίζεται πλέον ότι τα ποσά της πάγιας προκαταβολής κατατίθενται σε πιστωτικά Ιδρύματα που εποπτεύει η Τράπεζα της Ελλάδος, σε λογαριασμούς ειδικού σκοπού, που ανήκουν στον οικείο Δήμο, μετά από πρόταση των υπόλογων διαχειριστών και Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
Πρόκειται για τις διατάξεις 203 έως και 207 που κεντρικό στόχο έχουν την απλοποίηση και επιτάχυνση διαδικαστικών βημάτων, με απάλειψη άσκοπων Αποφάσεων και περιττών διοικητικών βαρών, όπως άλλωστε έχουν επανειλημμένως εντοπίσει και ζητήσει οι Αιρετοί.
Το εάν αυτός ο στόχος επιτυγχάνεται στην πράξη, παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο, καθώς οι νομοθετικές παρεμβάσεις χαρακτηρίζονται, ιδίως, από αποσπασματικότητα.
Ειδικότερα, με το αρ.203 απονέμεται στο ΔΗΜΑΡΧΟ η αρμοδιότητα να αποφασίζει για την ΕΓΚΡΙΣΗ των ΔΑΠΑΝΩΝ και τη ΔΙΑΘΕΣΗ ΟΛΩΝ των εγγεγραμμένων στον προϋπολογισμό ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ (συμπεριλαμβανομένων των πιστώσεων που εγγράφονται με αναμόρφωση).
Ορίζεται ρητά ότι, για την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, ΔΕΝ απαιτείται προηγούμενη απόφαση συλλογικού οργάνου, παρά ΜΟΝΟ εάν κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ της πίστωσης.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για να γίνει κατανοητό τι νοείται στο εξής “εξειδίκευση της πίστωσης”, αναφέρεται το αρ.202 του Κώδικα Δήμων περί παροχής επιχορηγήσεων και βοηθημάτων: η αρχική εγγραφή στον π/υ καθορίζει το ύψος του συνολικού προς διάθεση χρηματικού ποσού, όμως από τη φύση της δεν μπορεί να καθορίζει τους τελικούς δικαιούχους. Οπότε, εν προκειμένω, απαιτείται προς τούτο απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, πριν τη διάθεση πίστωσης από το Δήμαρχο.
Το ίδιο άρθρο προβλέπει ότι σε διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας όπου ορίζεται το Δημοτικό Συμβούλιο ως όργανο αρμόδιο για την έγκριση της δαπάνης και τη διάθεση της πίστωσης, νοείται ΕΦ' ΕΞΗΣ Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ.
Με την αμέσως επόμενη διάταξη, το αρ.204, νομοθετείται ότι Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΠΑΥΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΔΑΠΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΝΤΟΛΕΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ. Όπου σε κείμενες διατάξεις ορίζεται ότι ο Δήμαρχος υπογράφει ή συνυπογράφει πράξεις εκκαθάρισης και χρηματικά εντάλματα πληρωμής ή ότι εκδίδει χρηματικά εντάλματα, νοείται στη θέση του ο προϊστάμενος οικονομικών υπηρεσιών ή τα ιεραρχικώς υφιστάμενα όργανα που εξουσιοδοτούνται από αυτόν.
Σημειώνεται ότι ο νομοθέτης λαμβάνει ειδική μέριμνα για τους μικρούς Δήμους και για τα δημοτικά ΝΠΔΔ που δεν διαθέτουν διοικητικό προσωπικό και ταμειακή υπηρεσία, με ειδικές προβλέψεις.
Επιπλέον, ρυθμίζει τι γίνεται σε σειρά περιπτώσεων της καθημερινότητας, όπως:
- ο χειρισμός περιπτώσεων έγγραφης άρνησης του προϊσταμένου οικονομικών υπηρεσιών,
- η υπογραφή της πράξης ακύρωσης χρηματικών ενταλμάτων διαρκούντος του έτους,
- η απονομή της αρμοδιότητας στο Δήμαρχο να καταλογίζει με πράξη του αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές σε βάρος των λαβόντων υπαλλήλων,
- η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ έκδοσης ή συνυπογραφής ή παραλαβής ή εξόφλησης ΕΠΙΤΑΓΩΝ από το Δήμαρχο για λογαριασμό του Δήμου και γενικά της ανάμιξής του σε διαχειριστικές ενέργειες της ταμειακής υπηρεσίας.
Στο Άρθρο της ίδιας θεματικής ενότητας του Κλεισθένη1 που ακολουθεί, το 205, το Ν/Σ επιχειρεί να ξεκαθαρίσει με σαφήνεια ποιος υπάλληλος του Δήμου θεωρείται προϊστάμενος οικονομικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, ενώ γίνεται ειδική πρόβλεψη και για τους μικρούς Δήμους που, λόγω έλλειψης προσωπικού και οργανικών μονάδων, δεν διαθέτουν προϊστάμενο οικονομικών υπηρεσιών.
Στη συνέχεια, το αρ.206 προβλέπει διαδικαστικές μεν, ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ δε ρυθμίσεις για την οικονομική λειτουργία των Δήμων, επιχειρώντας να εξαλείψει περιττά γραφειοκρατικά εμπόδια.
Συγκεκριμένα για την εκκίνηση της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης ΕΡΓΟΥ, ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ή ΓΕΝΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΕΝ απαιτείται εκ νέου απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, καθώς αυτή έχει επί της ουσίας ληφθεί κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού και του τεχνικού προγράμματος.
Με εξαίρεση τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, στις λοιπές περιπτώσεις απαλλοτρίωσης η Απόφαση του Δημάρχου για την ανάληψη της υποχρέωσης εκδίδεται πριν από την Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, καθώς κάτι τέτοιο αποτελεί προαπαιτούμενο από τη νομοθεσία που διέπει τις απαλλοτριώσεις.
ΔΕΝ απαιτείται απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου:
α) για την εγγραφή του Δήμου ως συνδρομητή σε εφημερίδες, περιοδικά ή άλλα έντυπα που κρίνονται χρήσιμα για τη λειτουργία του Δήμου καθώς και σε ηλεκτρονικές βάσεις πληροφοριών,
β) για την επιστροφή χρηματικών ποσών αχρεωστήτως εισπραχθέντων από Δήμους.
Τέλος, η ρύθμιση του Αρ.207, επικαιροποιεί το ρυθμιστικό πλαίσιο της ΠΑΓΙΑΣ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗΣ, ως προς τον τρόπο φύλαξης του χρηματικού ποσού αυτής από τον εκάστοτε υπόλογο, επιχειρώντας να ρυθμίσει προβλήματα που έχουν προκύψει στη διαχείρισή της.
Ορίζεται πλέον ότι τα ποσά της πάγιας προκαταβολής κατατίθενται σε πιστωτικά Ιδρύματα που εποπτεύει η Τράπεζα της Ελλάδος, σε λογαριασμούς ειδικού σκοπού, που ανήκουν στον οικείο Δήμο, μετά από πρόταση των υπόλογων διαχειριστών και Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου